Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φῡσ-ημα

См. также в других словарях:

  • χάσκημα — το, Ν άνοιγμα τού στόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + κατάλ. ημα (< ρ. σε ω), πρβλ. φύσ ημα] …   Dictionary of Greek

  • περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»