Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

φῡσητής

См. также в других словарях:

  • φυσητής — blower masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσητής — ο, ΝΑ [φυσῶ] (για πρόσ.) αυτός που φυσάει, που χρησιμοποιεί φύσημα στη δουλειά του (α. «φυσητής τού γυαλιού» β. «φυσητὴς ὑέλοιο», Μανν.) …   Dictionary of Greek

  • φυσητήν — φυσητής blower masc acc sg (attic epic ionic) φυσητός blown fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσητῶν — φυσητής blower masc gen pl φυσητός blown fem gen pl φυσητός blown masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσητάς — φυσητά̱ς , φυσητής blower masc acc pl φυσητά̱ς , φυσητής blower masc nom sg (epic doric aeolic) φυσητά̱ς , φυσητός blown fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοπαδοφυσητής — λοπαδοφυσητής, οῡ, ὁ (Α) (επίθετο τού διαβόητου γαστρίμαργου αυλητή Δωρίωνος) αυτός που φυσά τις λοπάδες αντί για τον αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, άδ ος «πιατέλα» + φυσητής (< φυσώ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»