-
1 φῡσητής
-
2 φῡσητής
φῡσητής, ὁ, der Bläser -
3 λοπαδο-φῡσητής
λοπαδο-φῡσητής, ὁ, komisch statt λωτοφυσητής, vom Flötenbläser Dorion, der als Schlemmer berüchtigt war, gleichsam Schüsselbläser, Hnesim. Ath. VIII, 338 b.
-
4 λοπαδοφῡσητής
λοπαδο-φῡσητής, ὁ, komisch statt λωτοφυσητής, vom Flötenbläser Dorion, der als Schlemmer berüchtigt war, gleichsam Schüsselbläser
См. также в других словарях:
φυσητής — blower masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσητής — ο, ΝΑ [φυσῶ] (για πρόσ.) αυτός που φυσάει, που χρησιμοποιεί φύσημα στη δουλειά του (α. «φυσητής τού γυαλιού» β. «φυσητὴς ὑέλοιο», Μανν.) … Dictionary of Greek
φυσητήν — φυσητής blower masc acc sg (attic epic ionic) φυσητός blown fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσητῶν — φυσητής blower masc gen pl φυσητός blown fem gen pl φυσητός blown masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσητάς — φυσητά̱ς , φυσητής blower masc acc pl φυσητά̱ς , φυσητής blower masc nom sg (epic doric aeolic) φυσητά̱ς , φυσητός blown fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπαδοφυσητής — λοπαδοφυσητής, οῡ, ὁ (Α) (επίθετο τού διαβόητου γαστρίμαργου αυλητή Δωρίωνος) αυτός που φυσά τις λοπάδες αντί για τον αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, άδ ος «πιατέλα» + φυσητής (< φυσώ)] … Dictionary of Greek