-
1 φυλετικος
3касающийся (данной) филыαἱ φυλετικαὴ δίκαι Plat. — юрисдикция фил;
αἱ φυλετικαὴ φιλίαι Arst. — дружба между сочленами филы -
2 φῡλετικός
φῡλετικός, dem φυλέτης gehörig, eigen, ihn betreffend; δικαστήρια, δίκαι, Plat. Legg. VI, 768 c XI, 915 c; φυλετικὴ ἐκκλησία, comitia tributa, D. Hal. 7, 59; ψηφοφορία 9, 41.
-
3 φῡλετικός
-
4 φυλετικός
φῡλετικός, φυλετικόςof: masc nom sg -
5 φυλετικός
-
6 φυλετικός
[филэтикос] ас. племенной, родовой, расовый. -
7 φυλετικός
A of or for a φυλέτης, δικαστήρια, δίκαι, Pl.Lg. 768c, 915c;φ. φιλίαι Arist.EN 1161b13
. Adv.- κῶς
like tribesmen,Id.
SE 164a27.2 = Lat. tributus, φ. ἐκκλησία, = comitia tributa, D.H.7.59; ἡ φ. (sc. ἐκκλησία) App.BC 3.30;φ. ἀρχαιρεσίαι D.C.53.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλετικός
-
8 φυλετικός
ırk, ırksal, kavmi -
9 φυλετικός
racial -
10 φυλετικός
rasowy przym. -
11 φυλετικός
rasový -
12 φυλετικός
racialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φυλετικός
-
13 φυλετικά
φῡλετικά, φυλετικόςof: neut nom /voc /acc plφῡλετικά̱, φυλετικόςof: fem nom /voc /acc dualφῡλετικά̱, φυλετικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 φυλετικαίς
-
15 φυλετικαῖς
-
16 φυλετικαίσιν
-
17 φυλετικαῖσιν
-
18 φυλετικαί
φῡλετικαί, φυλετικόςof: fem nom /voc pl -
19 φυλετικοίς
-
20 φυλετικοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φυλετικός — ή, ό / φυλετικός, ή, όν, ΝΑ [φυλέτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ τών φυλών, τών εθνοτήτων (α. «φυλετικό μίσος» β. «φυλετικές συγκρούσεις στην περιοχή») 2. αυτός που αφορά το φύλο, σεξουαλικός 3. φρ. α) «φυλετικά κύτταρα»… … Dictionary of Greek
φυλετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλή, που είναι της φυλής, ο εμφύλιος: Φυλετικός πόλεμος. 2. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των φυλών ή εθνών, ο εθνικός: Φυλετικές διακρίσεις υπάρχουν σε ορισμένα κράτη. – Φυλετικό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλετικός — φῡλετικός , φυλετικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμαζονίδες — Φυλετικός τύπος που, εκτός από την τεράστια λεκάνη του Αμαζονίου, είναι διαδεδομένος σε μεγάλο μέρος της λεκάνης του Ορινόκο, κατά μήκος της βορειοατλαντικής ακτής της Βραζιλίας και της Γουιάνας και στα Ν κατά μήκος του άνω ρου του Παραγουάη. Οι… … Dictionary of Greek
διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… … Dictionary of Greek
φυλετικά — φῡλετικά , φυλετικός of neut nom/voc/acc pl φῡλετικά̱ , φυλετικός of fem nom/voc/acc dual φῡλετικά̱ , φυλετικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МОНОФИЛИЯ — [φυλη (τилэ) племя; (φυλετικός (τилетикос) племенной] происхождение определенной гр. организмов (отдела, класса, порядка, семейства и т. п.) от одного общего… … Геологическая энциклопедия
РЯД ФИЛЕТИЧЕСКИЙ — [φυλετικος (τилетикос) родовой, племенной] совокупность форм, являющихся непосредственными потомками какой либо данной формы, приведенная в порядке их возникновения. Р. ф. устанавливается на… … Геологическая энциклопедия
άπαρτχαϊντ — (apartheid). Η πολιτική των φυλετικών διακρίσεων και του συστηματικού διαχωρισμού της λευκής μειονότητας από τον υπόλοιπο –μαύρο κυρίως– πληθυσμό, που εφαρμόστηκε στη Νότια Αφρική (σημ. Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία). Η λέξη απαρτχάιντ στα αφρικάανς … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
θηλύτητα — η (ΑΜ θηλύτης) [θήλυς] 1. γυναικείος τρόπος, γυναικεία λεπτότητα 2. η θηλυπρέπεια νεοελλ. η ικανότητα τού θήλεος να προκαλεί το ερωτικό πάθος αρχ. 1. φύση γυναικεία 2. ο φυλετικός χαρακτήρας τού θηλυκού γένους 3. φρ. «ἡ θηλύτης τοῡ κάλλους» η… … Dictionary of Greek