Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φῡκώδης

См. также в других словарях:

  • φυκώδης — ες / φυκώδης, ῶδες, ΝΑ (για θαλάσσιο βυθό ή ακτή) 1. γεμάτος φύκη («φυκώδεις τόποι», Αριστοτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τα φύκη («φυκώδης ἀποφορά», Διοσκ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυκώδη βοτ. άλλη ονομασία τής τάξης φαιοφυκών… …   Dictionary of Greek

  • φυκώδη — φυκώδης full of seaweed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φυκώδης full of seaweed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φυκώδης full of seaweed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυκώδεις — φυκώδης full of seaweed masc/fem acc pl φυκώδης full of seaweed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»