-
1 φυκιοχαίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυκιοχαίτης
См. также в других словарях:
ιππιοχαίτης — ἱππιοχαίτης, ὁ (Α) αυτός που αποτελείται από τρίχες αλόγου («λόφον ἱππιοχαίτην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κισσεο χαίτης, φυκιο χαίτης] … Dictionary of Greek
κισσοχαίτης — και κισσεοχαίτης, ὁ (Α) κισσοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. βοτρυο χαίτης, φυκιο χαίτης] … Dictionary of Greek