-
1 φυγ-ανθρωπεύω
φυγ-ανθρωπεύω, Menschen fliehen, menschenscheu sein, Sp.
-
2 φυγανθρωπεύω
A shun mankind,φ. ἐς ἐρημίην Aret.SD1.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυγανθρωπεύω
-
3 φυγανθρωπεύω
φυγ-ανθρωπεύω, Menschen fliehen, menschenscheu sein
См. также в других словарях:
φυγανθρωπεύω — Α αποφεύγω τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τού αορ. ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* + ανθρωπεύω, μέσω ενός αμάρτυρου *φυγάνθρωπος (πρβλ. φιλ ανθρωπεύω)] … Dictionary of Greek