Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φῐᾰλ-ίσκη

См. также в других словарях:

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • κοτυλίσκη — κοτυλίσκη, ἡ (Α) ο κοτυλίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παδ ίσκη, φιαλ ίσκη)] …   Dictionary of Greek

  • χυτρίσκη — ἡ, Α μικρή χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη, φιαλ ίσκη)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»