-
1 φιλήτωρ
2 as fem., ἡ δὲ.. κεῖται φ. τοῦδε here lies his paramour, A.Ag. 1446 ( τῷδε Sch., who derives φιλήτωρ from ἦτορ (cf. μεγαλήτωρ), the one dear to his heart, his darling).II as Adj., loving, ἀγοστός, κόλπος, Nonn.D.3.398, 21.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλήτωρ
См. также в других словарях:
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek