-
1 φιλόπλοος
A familiar with sailing, AP6.236 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόπλοος
См. также в других словарях:
κακόπλους — κακόπλους, ουν και οος, οον (Α) (για θάλασσα) αυτή που διαπλέεται δύσκολα, άγρια, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πλους (< πλοῦς), πρβλ. κοινό πλους, φιλό πλους] … Dictionary of Greek
κοινόπλους — κοινόπλους, ουν και κοινόπλοος, οον (Α) αυτός που συμπλέει, που ταξιδεύει μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πλοῦς (πρβλ. διά πλους, φιλό πλους)] … Dictionary of Greek