-
1 φιλόκυνος
A f.l. for -κυβος in Adam.Phgn.1.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόκυνος
-
2 φιλοκύων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοκύων
См. также в других словарях:
Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά … Dictionary of Greek
Κίος — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας. Ήταν χτισμένη στον μυχό του κόλπου της Βιθυνίας, στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η τουρκική πόλη Γκεμλέκ. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Κ. ιδρύθηκε από τον αργοναύτη Πολύφημο, ο οποίος έμεινε εκεί με εντολή του Ηρακλή … Dictionary of Greek