-
1 φιλόμβροτος
φῐλόμβροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόμβροτος
-
2 φιλόμβροτον
φιλόμβροτοςpleasing to mortals: masc /fem acc sgφιλόμβροτοςpleasing to mortals: neut nom /voc /acc sg -
3 φιλομβρότου
φιλόμβροτοςpleasing to mortals: masc /fem /neut gen sg
См. также в других словарях:
φιλόμβροτος — ον, Α αυτός που αγαπά τους ανθρώπους, φιλάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μβροτος (< βροτός* «θνητός» < αμάρτυρο *μροτός), πρβλ. τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
φιλόμβροτον — φιλόμβροτος pleasing to mortals masc/fem acc sg φιλόμβροτος pleasing to mortals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομβρότου — φιλόμβροτος pleasing to mortals masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek