-
1 φιλο-θόρυβος
φιλο-θόρυβος, Lärm, Aufruhr liebend, Procl. paraphr. Ptol.
-
2 φιλοθόρυβος
φῐλο-θόρῠβος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοθόρυβος
-
3 φιλοθόρυβος
φιλο-θόρυβος, Lärm, Aufruhr liebend
См. также в других словарях:
πολυθόρυβος — η, ο, Ν 1. αυτός που προξενεί πολύ θόρυβο («πολυθόρυβη μηχανή») 2. αυτός που έχει πολύ θόρυβο («πολυθόρυβη συνοικία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θόρυβος (πρβλ. φιλο θόρυβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ιωάνν. Βαλέτα] … Dictionary of Greek
Σάουμπερτ, Εδουάρδος — (Schaubert). Γερμανός αρχιτέκτονας του 19ου αι. Το 1828 ήρθε στην Ελλάδα από τη Σιλεσΐα και εγκαταστάθηκε αρχικά στην Αίγινα, όπου διορίστηκε μηχανικός του Δημόσιου από τον Ιω. Καποδίστρια. Αργότερα, έπειτα από διαφωνία με τον κυβερνήτη, έφυγε… … Dictionary of Greek