-
1 φιληκοέω
A to be attentive, Plb.3.57.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιληκοέω
-
2 φιληκοΐα
φῐληκο-ΐα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιληκοΐα
-
3 φιλήκοος
A fond of hearing conversation, discourses, etc.,φ. καὶ ζητητικός Pl.R. 535d
; φιλόμουσος καὶ φ. ib. 548e; οἵ τε φιλοθεάμονες οἵ τε φ. ib. 475d;ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικός Plu.Alc.10
:—τὸ φ., = φιληκοΐα, Id.2.704e: but also, fond of hearing for mere pastime, opp. οἱ φιλομαθοῦντες, Plb.7.7.8. Adv.-ως, ἔχειν Hld.5.16
, Aristid.2.230 J., Chor.6.34 p.95 F.-R.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλήκοος
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский