-
1 φιλαρχέω
A to be fond of rule, Plb.6.9.6, D.S.15.5, Plu.Cat.Mi.44, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαρχέω
-
2 φιλαρχία
φῐλαρχ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαρχία
-
3 φιλαρχιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαρχιάω
-
4 φιλαρχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαρχικός
-
5 φίλαρχος
φῐλαρχ-ος, ον,A fond of rule or power, ambitious, Pl.Phd. 82c, R. 549a, Plb.6.48.8 ([comp] Sup.), Phld.Ir. p.37 W., etc.: τὸ φ. = φιλαρχία, Plu.2.793e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλαρχος
-
6 φιλάρχων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάρχων
См. также в других словарях:
σπουδαρχιώ — άω, Α σπουδαρχῶ.* [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + κατάλ. ιῶ (πρβλ. φιλαρχ ιῶ)] … Dictionary of Greek