-
41 ἀμφι-φῶς
ἀμφι-φῶς, ὁ οὐρανὸς γίγνεται, von zwei Seiten od. ringsum leuchtend, Ath. XIV, 645 a.
-
42 Ποιος στραβός δεν θέλει το φως του;
• Кто ж этого не хочет?Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ποιος στραβός δεν θέλει το φως του;
-
43 έδωσε το πράσινο φώς
ha donat la llum verda -
44 πράσινο φώς
зелено cветлоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > πράσινο φώς
-
45 στο φώς
во cветлинатаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > στο φώς
-
46 ışık
φως -
47 φωσί
φώςman: masc dat pl -
48 φωσίν
φώςman: masc dat pl -
49 φωςφορέω
φως-φορέω, Licht tragen, bringen -
50 φωςφόρια
-
51 φωςφόρος
φως-φόρος, Licht tragend od. bringend, fackeltragend. Als subst. ὁ φωςφόρος, auch mit ἀστήρ, der Morgenstern, der das Tageslicht bringt -
52 aydınlık
φως, φέγγος, φωτεινότητα -
53 ziya
φως, φέγγος -
54 φάος
φάος, φάεος, τό, [dialect] Att. [var] contr. [full] φῶς, φωτός, and resolved [dialect] Ep. [full] φόως (φώωσδε, though read by Ar.Byz. and Aristarch., is to be rejected in Il.16.188); [dialect] Aeol. [full] φάος Sapph.Supp.25.9, but cf. φαυοφόρος:—Hom. uses φάος and φόως, never φῶς; of the oblique cases he uses only dat. sing. φάει and acc. pl. φάεα; dat. pl.Aφαέεσσι Hes.Fr.142.4
, Call. Dian. 211, etc.:— φάος is the only form used by Pi.: Trag. use φάος or φῶς, both in lyr. and dialogue, as metre requires: Com. use φάος in lyr. only, Ar.Eq. 973, Ra. 1529; φῶν is a late acc. in BCH51.380 (Cyme, Hymn to Isis); in Prose φῶς is the only form used in nom. and acc.: gen.φάους X.Cyr.4.2.9
, 26, Oec.9.3, Arist.de An. 429a3; dat. , Ch.62 (lyr.), S.Ph. 415, 1212 (lyr.), etc.: pl.,φάη B. 8.28
, Gal.18(2).250, AP7.373 (Thall.); gen.φαέων Arat.90
; dat.φάεσι Call.Dian.71
; in Prose gen. , Ax. 365c; dat.φωτί Luc. Musc.Enc.9
, etc. (φῷ E.Fr. 534
); pl.,φῶτα IG11(2).203
A33 (Delos, iii B. C.), etc.; gen. φώτων ib.42(1).110.43 (Epid., iv B. C.); dat. φωσί (v. infr. 1.2): ([etym.] φάω) . [ᾰ regularly; but Hom. always has [pron. full] ᾱ metri gr. in φᾱεα; and so dat. pl. φᾱεσι in Call.Dian.71]:—light, esp. daylight, ἤδηφ. ἦεν ἐπὶ χθόνα Od.23.371
;φ. οἴχεθ' ὑπὸ ζόφον 3.335
;κατέδυ λαμπρὸν φ. ἠελίοιο Il.1.605
;Ἠὼς.. Ζηνὶ φόως ἐρέουσα 2.49
;ἀθανάτοισι φόως φέροι Od.5.2
;νὺξ ἀποκρύψει φάος A.Pr.24
;τὸ τοῦ ἡλίου φῶς Pl.R. 515e
; πρὸς τὸ φῶς βλέπειν ibid.; οὐράνιον φῶς, αἰθέρος φῶς, S.Ant. 944 (lyr.), E.Ph. 809 (lyr.);ἡμέρας ἁγνὸν φάος Id.Fr. 443
;ἡμερήσιον φάος A.Ag.23
;τὸ ἡμερινὸν φῶς Pl.R. 508c
; ἐν φάει by daylight, Od.21.429; ἕως ἂν φῶς γένηται till daybreak, Pl.Prt. 311a; ἅμα φάει at daybreak, Plu.Cam.34;ἅμα τῷ φωτί Plb.1.30.10
, al.; ἕως ἔτι φῶς ἐστιν while there is still light, Pl.Phd. 89c;ἔτι φάους ὄντος X.Cyr.4.2.26
;κατὰ φάος νύκτας τε E.Ba. 425
(lyr.); κατὰ φῶς, opp. νύκτωρ, X.Cyr.3.3.25; also, of moon light and starlight,φαέεσσι σελήνης Hes.
l. c., cf. Pi.O.10(11).75, Bion Fr.8.5, etc.;ἀστέρος τηλαυγέστερον Pi.P.3.75
; τὰ φῶτα, sc. sun and moon, Ptol.Tetr.37,38.b in Poets, freq. in phrases concerning the life of men,ζώει καὶ ὁρᾷ φ. ἠελίοιο Il.18.61
, cf. Od.4.540, etc.;λείπειν φ. ἠελίοιο Hes.Op. 155
, Thgn.569; ἐς φάος οὐκ ἀνίεσκε, ἀκίκεσθε, Hes.Th. 157, 652;ζῇ τε καὶ βλέπει φάος A.Pers. 299
;ὅστις φῶς ὁρᾷ S.OT 375
;ὄντα ἐν φάει Id.Ph. 415
, etc.;Διὸς ἐν φάει E.Hec. 707
(lyr.); πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς, ἀναγαγεῖν εἰς φῶς, A.Pers. 630 (anap.), Ar.Av. 699 (anap.);πρὸς φῶς ἀνελθεῖν S.Ph. 625
;πρὸς φῶς ἄγειν Pl.Prt. 320d
;λείπω φάος Ar.Ach. 1185
(paratrag.); : but also εἰς φῶς ἰέναι to come into the light, i.e. into public, S.Ph. 1353; εἰς φῶς λέγειν ib. 581; τὸ φῶς κόσμον παρέχει light (i. e. publicity) is a guarantee for order, X.Ages.9.1.c simply a day,φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει E.Rh. 447
; νόστιμον βλέπειν φάος, = ἦμαρ, A.Pers. 261: pl., κρισίμων φαέων of critical days, AP11.382.11 (Agath.).2 the light of a torch, lamp, fire, etc.,τίς τοι φάος οἴσει; Od.19.24
, cf. 34,64;φάος πάντεσσι παρέξω 18.317
; (anap.);ποιεῖν X.HG6.2.29
; πρὸς φῶς πίνειν to drink by the fire, Id.Cyr.7.5.27; a light,φῶς ἔχων.. ἀφηγεῖτο Id.HG5.1.8
: pl., Plu.Pel.12, Ant.26, etc.; τὰ φ. the illuminations, IG11(2).203A33 (Delos, iii B. C.); μέσοις φωσίν at a moderate fire, Ps.-Democr.Alch.p.46 B., cf. Zos.Alch.pp.147,155 B.3 the light of the eyes, φάος ὀμμάτων, ὄσσων, Pind.N.10.40, Opp.H.4.525: pl., eyes,Od.
16.15, 19.417;τίεσκον ἴσον φαέεσσιν ἐμοῖσι Mosch.4.9
;φάη Gal.
l. c.: sg., of the Cyclops' eye, E.Cyc. 633.4 window, IG42(1).110.43 (Epid., iv B. C.), Plu.2.515b; opening in a machine, Heliod. ap. Orib.49.7.14.II light, as a metaph. for deliverance, happiness, victory, glory, etc.,καὶ τῷ μὲν φάος ἦλθεν Il.17.615
; ;ἐπὴν φάος ἐν νήεσσι θήῃς 16.95
;ἐν χερσὶ φόως 15.741
; [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21.538
;φ. ἀρετᾶν Pi.O.4.11
;δώμασιν φάος μέγα A.Pers. 300
, cf. S.Ant. 600 (lyr.), Aj. 709 (lyr.);λαμπρὸν φ. γένους Trag.Adesp.9
; of persons,ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι Il.16.39
, cf. 8.282, etc.; esp. in addressing persons,ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος Od.16.23
;ὦ φάος Ἑλλήνων Anacr.124
;Ἀκραγαντίνων φάος Pi.I.2.17
;ὦ φίλτατον φῶς S.El. 1224
, 1354;ὦ μέγιστον Ἕλλησιν φάος E.Hec. 841
; in late Prose, Anon. ap. Suid. s.v. ὦ φῶς: pl., AP7.373 (Thall.).b of God,ὁ θεὸς φ. ἐστί 1 Ep.Jo.1.5
;φ. καὶ ζωή ἐστιν ὁ θεὸς καὶ πατήρ Corp.Herm.1.21
; of Christ,φ. εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν Ev.Luc.2.32
, etc.2 with reference to illumination of the mind,τῆς ἀληθείας τὸ φῶς E.IT 1026
;φ. ἐν τῷ φιλοσοφεῖν Plu.2.77d
, cf. 47c;τὸ φ. τὸ ἐν σοί Ev.Matt.6.23
;τὸ φ. τῆς ζωῆς Ev.Jo.8.12
;ἐν τῷ φ. εἶναι 1 Ep.Jo.2.9
; τέκνα φωτός, ὅπλα τοῦ φ., Ep.Eph.5.8, Ep.Rom.13.12. -
55 свет
свет 1-а (-у), προθτ. в -, на -у α.1. το φως•солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•
свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•
луч -а αχτίδα φωτός•
свет и тьма φως και σκοτάδι•
дневной свет το φως της μέρας•
читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•
зажечь свет ανάβωτο φως•
выключить свет σβήνω το φως•
чуть свет χαράματα, χαραυγή.
|| φέξιμο πρωινό•ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.
2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•свет истины το φως της αλήθειας•
свет знания το φως της γνώσης.
|| (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•мой свет! το φως μου!
εκφρ.свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•в два -а – παλ. με δυο σειρές παράθυρα•в -е – στο φως (α.πο άποψη)•показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•чем свет – κ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).свет 2-а α.1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•
части -а ο ι ήπειροι•
страны -а οι χώρες του κόσμου.
2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.
|| ανώτερο κοινωνικό στρώμα•высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•
большой свет η ανώτερη κοινωνία.
εκφρ.Божий свет – βλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•этот свет – ο επίγειος κόσμος•- а преставление – βλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα. -
56 свет
свет Iм в разн. знач. τό φως:лунный \свет τό φως τής σελήνης, τό φεγγαρόφωτο, τό σεληνόφως· рассеянный \свет τό διάχυτο φως· отраженный \свет τό φως ἀπό ἀντανάκλαση· электрический \свет τό ἡλεκτρικό φῶς· зажигать \свет ἀνάβω τό φως· при \свете лампы μέ τό φως τής λάμπας· при \свете луны στό φως τής σελήνης· чуть \свет στά βαθειά χαράματα· рассматривать что́-л. на \свет κοιτάζω κάτι στό φως· представлять что-л. в выгодном \свете παρουσιάζω κάτι ὅπως μοῦ συμφέρει· бросать (проливать) \свет на что́-л. χύνω φῶς πάνω σέ κάτι, φωτίζω κάτι, διαλευκάνω· нн \свет ни заря τά χαράματα, στό λυκαυγές· \света (белого) невзвидеть разг μοῦ φαίνεται ὁ οὐρανός σφοντύλι.свет IIλ·1. (мир, вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν, ἡ οἰκουμένη, ἡ ὑφήλιος, ὁ ντουνιδς:страны \света τά σημεία τού ὁρίζοντος· части \света τά μέρη τοῦ κόσμου· на краю \света στά πέρατα τοῦ κόσμου, στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· путешествие вокру́г \света а) ταξείδιον γύρω στή γή, б) κάνω τόν γύρο τοδ κόσμου μέ πλοίο (на корабле)· бродить по \свету περιπλανιέμαι, πλανιέμαι, γυρίζω τόν κόσμο·2. (общество) ἡ κοινωνία, ὁ κόσμος:всему́ \свету известно σ· ὅλους εἶναι γνωστό, ὅλ,ος ὁ κόσμος τό ξέρει· высший \свет уст. ἡ ἀριστοκρατία, ἡ ὑψηλή κοινωνία· ◊ увидеть \свет (о произведении и т. п.) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι δημοσιεύομαι· выпустить в \свет ^ (издать) δημοσιεύω, ἐκδίδω· производить на \свет φέρω στον κόσμο, γεννῶ· являться на \свет γεννιέμαι· сжить со \света ἐξοντώνω κάποιον отправить на тот \свет στέλλω στον ἄλλο κόσμο· отправиться на тот \свет τά τινάζω· на э́том \свете σ' αὐτόν τόν κόσμο· больше всего́ на \свете περισσότερο ἀπ' ὅλα στον κόσμο· ни за что на \свете! разг γιά τίποτα στον κόσμο!· \свет не клином сошелся поел. ὁ κόσμος δέν χάθηκε, δέ χάλασε ὁ κόσμος· ругаться на чем \свет стои́т разг βρίζω σάν ἀμαξας. -
57 φωτίζω
φωτίζω fut. φωτίσω (1 Cor 4:5; Rv 22:5) and φωτιῶ (Rv 22:5 v.l.; TestLevi 4:3; s.Thackeray 228f); 1 aor. ἐφώτισα. Pass.: 1 fut. 3 sg. pl. φωτισθήσεται,-σονται; 1 aor. ἐφωτίσθην; pf. ptc. πεφωτισμένος (cp. φῶς; Aristot.+; ins, pap, LXX; En 5:8; Test12Patr; ParJer 9:3; Philo, Joseph., Just.; Mel., P. 35, 243 al.)① intr. (Aristot.; Theophr.; Plut., Num. 4, 9; 8, 2; Sir 42:16; Philo, Dec. 49) to function as a source of light, to shine, of God (Ps 75:5) ἐπί τινα upon someone Rv 22:5.② trans. to cause to be illumined, give light to, light (up), illuminate (Aristarch. Sam. [III B.C.] p. 358, 20 al.; Diod S 3, 48, 4 of the sun ἀκτῖσι τὸν κόσμον; Galen XIX p. 174 K.; PGM 3, 152; 4, 2345; IDefixWünsch 4, 14; 2 Esdr 19:12, 19 τὴν ὁδόν) τινά someone Lk 11:36; Rv 22:5 v.l.; τὴν πόλιν Rv 21:23. Pass. (Anaximander, Vorsokr. 12 A 1 [in Diog. L. 2, 1] ἀπὸ ἡλίου; Plut., Mor. 1120e; Diog. L. 7, 144 the whole earth ὑπʼ αὐτοῦ [the sun] φωτίζεσθαι) 18:1.③ trans. to make known in reference to the inner life or transcendent matters and thus enlighten, enlighten, give light to, shed light upon (φῶς 2; 3) fig. ext. of 2ⓐ in imagery of the heavenly light that is granted the ‘enlightened one’ (cp. the prayer PGM 4, 990, that calls upon the μέγιστος θεός as τὸν τὰ πάντα φωτίζοντα καὶ διαυγάζοντα τῇ ἰδίᾳ δυνάμει τὸν σύμπαντα κόσμον; Herm. Wr. 1, 32 the inspired one prays to a deity for δύναμις and χάρις: ἵνα φωτίσω τοὺς ἐν ἀγνοίᾳ. S. also 13, 18; 19 τὸ πᾶν τὸ ἐν ἡμῖν σῷζε ζωή, φώτιζε φῶς, πνευμάτιζε θεέ; Philo, Fuga 139 and TestBenj 6:4 τ. ψυχήν; Sextus 97; ViHab 14 [p. 87, 6 Sch.].—GAnrich, Das antike Mysterienwesen 1894, 125f; GWobbermin, Religionsgesch. Studien 1896, 155ff; Rtzst., Mysterienrel. 3, 1927, 44; 264; 292); τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν (i.e. Christ, the heavenly Redeemer) φωτίζει πάντα ἄνθρωπον J 1:9 (s. Hdb. ad loc. and s.v. φῶς 1bα.—For the combination w. φῶς: ParJer 9:3; Cleom. [II A.D.] 2, 4 p. 188, 18 τὸ φῶς τὸ φωτίζον αὐτόν; Proclus on Pla., Cratyl. p. 103, 28 Pasqu.); φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου to enlighten everyone about God’s private/mysterious plan Eph 3:9 (perh. in the sense ‘instruct’, cp. 4 Km 17:27f). God is implored to grant πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας enlightened in the eyes of (your) heart = … your inward sight 1:18 (φωτίζειν ὀφθαλμούς: 2 Esdr 9:8; Ps 18:9; Bar 1:12). The Roman Christian community is πεφωτισμένη ἐν θελήματι (i.e. of God) IRo ins (cp. Just., D. 122, 3 ἐθνῶν πεφωτισμένων). οἱ ἅπαξ φωτισθέντες Hb 6:4; cp. 10:32.ⓑ bring to light, reveal τὶ someth. (Polyb. 22, 5, 10; Epict. 1, 4, 31 τὴν ἀλήθειαν; Plut., Mor. 902c; Jos., Ant. 8, 143 the hidden mng. of a riddle; pass., Lucian, Calum. 32; Mel., P. 41, 285 τὸ εὐαγγέλιον) τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους that which is hidden in the dark 1 Cor 4:5. φ. ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου bring life and immortality to light through the gospel 2 Ti 1:10. Abs., foll. by indir. question φωτίσαι τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου to make clear what (God’s) mysterious plan is Eph 3:9 v.l.—DELG s.v. φάε C. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv. -
58 освещение
освещен||иес1. ὁ φωτισμός, τό <ρῶς:электрическое \освещение ὁ ἡλεκτροφωτισμός, τό ἡλεκτρικό φῶς· искусственное \освещение ὁ τεχνητός φωτισμός, τό τεχνητό φῶς· дневное \освещение τό φως τής ἡμέρας· солнечное \освещение τό φῶς τοῦ ἡλίου, τό ἡλιακό φῶς, τό ἡλιόφως·2. жив. τό φῶς'3. перен ἡ ἐρ. μηνεία:в \освещениеии кого-л. κατά τήν ἐρμηνεία κάποιου. -
59 ἀντίστροφος
ἀντίστροφ-ος, ον,A turned so as to face one another: hence, correlative, co-ordinate, counterpart, Pl.Tht. 158c, etc.; τινί to a thing, Id.Grg. 464b, R. 605a;ἡ ῥητορική ἐστιν ἀ. τῇ διαλεκτικῇ Arist.Rh. 1354a1
, Pol. 1293a33, etc.;ἰατρικὴ ἀ. δικαιοσύνῃ Aristid.2.37
J.; also τινός the correlative or counterpart of.., Pl.R. 530d, Grg. 465d, Isoc.5.61, etc.;ἀ... ὥσπερ Arist.Pol. 1292b7
. Adv. - φως in a manner corresponding, ; being the counterpart of..,Arist.
PA 661a27; συμβαίνει δ' ἀντιστρόφως the result follows by a reversible proof, Id.Ph. 265b8.2 in Logic, converse,λόγος Phld.Rh.1.179S.
Adv.- φως Id.Sign.6
: also in Math., converse,θεώρημα Papp.970.20
;τὰ ἀ.
the converse proposition,Apollon.Perg.
Con. 4.55. Adv. - φως conversely, ib.1.38, Max.Tyr.34.4.3 contrary, opposed,τινός D.Chr.4.87
;πρός τι Luc.Merc.Cond.31
. Adv.- φως
in the opposite way,Phld.
Lib.p.31O., Ps.-Luc.Philopatr.18.III ἐξ ἀντιστρόφου by an inverted construction (cf.ἀντιστροφή 11.2
), Hdn.Fig. p.102S.IV in lyrics, antistrophic, Arist.Pr. 918b27, etc.: esp. Subst. ἀντίστροφος (sc. ᾠδή), ἡ, antistrophe, Id.Rh. 1409a26, D.H, Comp.19, etc.; also of members in a rhet. period, ἐν στροφῇ καὶ ἀντιστρόφῳ Hermog.Id.1.11.V f.l. for ἀμφίστροφος, wheeling both ways, A.Supp. 882codd.VII ἀντίστροφος, ἡ, = ἀπόστροφος Sch.Ar.Pl.3.2 ἀντίστροφοι, name for the two upper ribs, Poll.2.182.VIII Adv. - φως crosswise,τὰς χεῖρας ἀλλήλαις ἐπιβάλλειν Gal.UP5.14
; inversely, Herod.Med. ap. Orib.10.5.4, cf. Diogenian.3.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίστροφος
-
60 φάος
φάος, εος, τό, zsgzgn φῶς, φωτός, ep. aufgelös't φόως, – 1) das Licht; bes. das Tageslicht, der Tag, der Tagesanbruch; oft bei Hom.: λαμπρὸν φάος ἠελίοιο Il. 1, 625; ἤδη γὰρ φάος οἴχεϑ' ὑπὸ ζόφον Od. 3, 335; ἔδυ φάος ἠελίοιο Il. 23, 154; ἤδη μὲν φάος ἦεν ἐπὶ χϑόνα Od. 23, 371; ἐν φάει, bei Licht, bei Tage, 21, 429; selten in Prosa, ἔτι φάους ὄντος Xen. Cyr. 4, 2,26, u. öfter; – ὁρᾶν φάος ἠελίοιο = ζῆν, λείπειν φάος ηελίοιο = ϑνήσκειν; – ἐρατὸν σελάνας Pind. Ol. 11, 75, τηλαυγέστερον ἀστέρος P. 3, 75; ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος Aesch. Prom. 24; ἄψοῤῥον ἥξεις εἰς φάος 1023; ζῇ τε καὶ φάος βλέπει Pers. 291; Eum. 716 u. oft; auch gradezu der Tag, ἀέλπτως νόστιμον βλέπω φάος Pers. 255; ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον ἐν φάει νόει, am Leben seiend, Soph. Phil. 413, vgl. 659; οὐκέτ' ὄντα Διὸς ἐν φάει Eur. Hec. 707, u. oft. – Auch das durch Feuer, Fackeln u. vgl. hervorgebrachte Licht, ἐγὼ τούτοισι φάος πάντεσσι παρέξω Od. 18, 317, τίς τοι φάος οἴσει 19, 24, λύχνον ἔχουσα φάος περικαλλὲς ἐποίει 34, νήησαν ξύλα πολλὰ φόως ἔμεν ἠδὲ ϑέρεσϑαι 64. Dah. bei den Attikern auch das, was Licht giebt, Kerze, Fackel. – Φῶς ποιεῖν, Feuer anzünden, Xen. Hell. 6, 2,29; κατὰ φῶς πίνειν Cyr. 7, 5,27; λύχνος φῶς παρέχει Conv. 6, 7, u. A. – Dämmerung, Plut. Camill. 34. – Auch wie lumen, das Fenster od. die Oeffnung, durch welche das Licht einfällt, φῶτα μετατιϑέναι, die Fenster verändern, Plut. de curios. 1. – 2) das Licht im Ggstz des Dunkels als Bild der Freude, des Heils, also Glück, Heil, Rettung, Sieg; φόως δ' ἑτάροισιν ἔϑηκεν Il. 6, 6, wie ἐπὴν φάος ἐν νήεσσιν ϑήῃς 16, 95; ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι 16, 39, wie μάλα δέ σφι φόως γένετο 15, 669; τῷ μὲν φάος ἦλϑεν 17, 615; οὐδέ τι Πατρόκλῳ γενόμην φάος 18, 102; αἱ δὲ (πύλαι) πετασϑεῖσαι τεῦξαν φάος 21, 538, bereiteten ihnen Rettung; Ἀκραγαντίνων φάος Pind. I. 2, 17; Freude, Aesch. Pers. 292 Eum. 496 Soph. Ant. 596; dah. auch in der Anrede an Personen, deren Erscheinen glück- od. heilbringend ist, γλυκερὸν φάος Od. 16, 23. 17, 41, wenn man nicht dies mit dem dichterischen Gebrauche, daß – 3) τὰ φάεα »die Augen« heißen, zusammenbringen will, Od. 16, 15. 17, 39. 19, 417; vgl. ὀμμάτων κρύπτειν φάος Pind. N. 10, 40; auch im sing., vom Auge des Kyklopen, Eur. Cycl. 633. – [Α, an sich kurz, wird im nom. u. acc. plur. lang, φάεα, wie in φάεσι Callim. Dian. 71; vgl. περιφάεα κύκλα Opp. Hal. 2, 6.]
См. также в других словарях:
φώς — man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φως — το γεν. φωτός, πληθ. φώτα, γεν. πληθ. φώτων 1. το αίτιο (ερέθισμα), που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, που κάνει ορατά τα αντικείμενα, το φέγγος, καθετί που φωτίζει, ό,τι φέγγει: Ηλεκτρικό φως. 2. φωτισμός: Μ αυτή τη λάμπα έχουμε ζωηρότερο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός … Dictionary of Greek
φῶς — φάος light neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεδα πολωμένο φως — Φως, στο οποίο οι ταλαντώσεις είναι ευθύγραμμες, παράλληλες προς ένα επίπεδο και εγκάρσιες προς τη διεύθυνση διάδοσης (γραμμική πόλωση). Το φως που ανακλάται από μια γυαλιστερή επιφάνεια γυαλιού με γωνία πρόσπτωσης tan–1 , όπου n2, n1 οι δείκτες … Dictionary of Greek
άγιο φως — Το φως που ανάβεται στον τάφο του Σωτήρος στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, σε ειδική τελετή τις πρώτες ώρες του Μεγάλου Σαββάτου μετά το μεσημέρι. Από εκει μοιράζεται σε όλους τους προσκυνητές που παραβρίσκονται. Το φως αυτό, που… … Dictionary of Greek
ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… … Dictionary of Greek
Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
φῶτες — φώς man masc nom/voc pl φώς man masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσί — φώς man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)