-
1 φύτλον
φύτλονplant: neut nom /voc /acc sg -
2 φύτλον
-
3 bydlo
bydlo Grammatical information: n. oPage in Trubačev: III 147Russian:býdlo `cattle' [n o]Old Russian:Belorussian:býdlo `cattle' [n o]Ukrainian:býdlo `cattle' [n o]Czech:Slovak:Polish:Old Polish:Slovincian:bï̂dlo `steer, young bull, bullock' [n o]Proto-Balto-Slavic reconstruction: bʔutlóLithuanian:bū́kla `residence, existence' [f ā]Indo-European reconstruction: bʰHu-tlomPage in Pokorny: 146
См. также в других словарях:
φύτλον — plant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύτλον — τὸ, Α φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φύτλη] … Dictionary of Greek
φύτλη — και δωρ. τ. φύτλα, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. φύτρα, γενιά 2. (μτγν. τ.) φύσις* («οἷς ἀμφιθαλὴς ἔτι φύτλη», Ζώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φύτλη και φύτλον έχουν σχηματιστεί από θ. φῠ τού ρ. φύω* με τα επιθήματα τλη / τλον, τα οποία, κατά μία άποψη, ανάγονται… … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek