-
1 φύξιμος
A whither one can flee, or where one can take refuge, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι where she said it was possible for me to escape, Od.5.359;φ. τόπος Plb.13.6.9
;φύξιμον οὐδέν Id.9.29.4
;ἱερὸν φ.
an asylum,Plu.
Rom.9; φ. λιμήν a harbour of refuge, Id.2.823a: cf. φύξιον.II which one can escape; hence, affording a chance of recovery,νοῦσος Hp.Int.2
; avoidable,ἦμαρ Max.358
.III c. acc., σ' ἀθανάτων φύξιμος οὐδείς is able to escape thee, S.Ant. 788 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύξιμος
-
2 φύξιμος
φύξιμοςwhither one can flee: masc /fem nom sg -
3 φύξιμος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φύξιμος
-
4 φύξιμον
φύξιμοςwhither one can flee: masc /fem acc sgφύξιμοςwhither one can flee: neut nom /voc /acc sg -
5 φύξιμα
φύξιμοςwhither one can flee: neut nom /voc /acc pl -
6 φεύξιμος
φεύξῐμος, ον, later form ofAφύξιμος, τόπος Plb.13.6.9
;ἔστι δούλῳ φ. βωμός Plu.2.166e
.II = φευκτός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φεύξιμος
-
7 φύκτιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύκτιμος
См. также в других словарях:
φύξιμος — whither one can flee masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύξιμος — ον, Α [φύξις] 1. (για τόπο) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει ή από όπου μπορεί να ξεφύγει για να γλιτώσει (α. «ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι», Ομ. Οδ. β. «ἱερόν τι φύξιμον τοῖς ἀφισταμένοις κατασκευάσαντες», Πλούτ.) 2. αυτός τον οποίο… … Dictionary of Greek
φύξιμον — φύξιμος whither one can flee masc/fem acc sg φύξιμος whither one can flee neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύξιμα — φύξιμος whither one can flee neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύκτιμος — ον, Α φύξιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φύξιμος*, πιθ. αναλογικά προς τα φυκτός, φευκτός] … Dictionary of Greek
καταφύξιμος — καταφύξιμος, ον (Α) αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φύξιμος (< φύξις < θ. φυξ τού φεύγω)] … Dictionary of Greek
φεύξιμος — ον, Α [φεῡξις] 1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος* («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός» … Dictionary of Greek