-
1 φύξιμος
φύξιμος, ον, ältere, bes. poet. Form statt φεύξιμος, – 1) wohin man fliehen, seine Zuflucht nehmen kann; τὸ φύξιμον, der Zufluchtsort, Od. 5, 359; Pol. 9, 29, 4; ἱερόν Plut. Rom. 9. – 2) dem man entfliehen, entgehen kann, vermeidlich; auch wovor man fliehen möchte, d. i. widrig, abscheulich, Nic. Ther. 54; – φύξιμός τινα, im Stande, Einem zu entfliehen, Soph. Ant. 788.
-
2 φύξιμος
φύξιμος, ον, (1) wohin man fliehen, seine Zuflucht nehmen kann; τὸ φύξιμον, der Zufluchtsort; (2) dem man entfliehen, entgehen kann, vermeidlich; auch wovor man fliehen möchte, = widrig, abscheulich; φύξιμός τινα, im Stande, einem zu entfliehen -
3 κατα-φύξιμος
κατα-φύξιμος, zu dem man feine Zuflucht nehmen kann, ἄγαλμα Plut. qu. Rom. 111.
-
4 φεύξιμος
-
5 ἀφύξιμος
-
6 καταφύξιμος
См. также в других словарях:
φύξιμος — whither one can flee masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύξιμος — ον, Α [φύξις] 1. (για τόπο) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει ή από όπου μπορεί να ξεφύγει για να γλιτώσει (α. «ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι», Ομ. Οδ. β. «ἱερόν τι φύξιμον τοῖς ἀφισταμένοις κατασκευάσαντες», Πλούτ.) 2. αυτός τον οποίο… … Dictionary of Greek
φύξιμον — φύξιμος whither one can flee masc/fem acc sg φύξιμος whither one can flee neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύξιμα — φύξιμος whither one can flee neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύκτιμος — ον, Α φύξιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φύξιμος*, πιθ. αναλογικά προς τα φυκτός, φευκτός] … Dictionary of Greek
καταφύξιμος — καταφύξιμος, ον (Α) αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φύξιμος (< φύξις < θ. φυξ τού φεύγω)] … Dictionary of Greek
φεύξιμος — ον, Α [φεῡξις] 1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος* («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός» … Dictionary of Greek