Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φύλακος

См. также в других словарях:

  • φυλακός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φύλακος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλακος — φύλαξ watcher masc gen sg φυλακός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλακος — άκου, ὁ, Α (επικ. και ιων. τ.) φύλακας, φρουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. φύλαξ*, με μετάσταση στη θεματική κλίση, ο οποίος απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στον τ. purako. Η λ. χρησιμοποιείται και ως ανθρωπωνύμιο] …   Dictionary of Greek

  • φυλακοί — φυλακός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακούς — φυλακός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλάκοιο — Φύλακος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλάκοιο — φυλακός masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλάκοις — Φύλακος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλάκοις — φυλακός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλάκου — Φύλακος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»