Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φίλ-υδρος

См. также в других словарях:

  • φεύγυδρος — ον, Α αυτός που από φόβο αποφεύγει το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + υδρος (< ὕδωρ*, ὕδατος), πρβλ. φίλ υδρος] …   Dictionary of Greek

  • φίλυδρος — η, ο / φίλυδρος, ον, ΝΜΑ (για φυτό) αυτός που αναπτύσσεται στο νερό, που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί νεοελλ. 1. υδρόφιλος («φίλυδρο βαμβάκι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο φίλυδρος ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων 3. το ουδ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»