-
1 φέρτατος
φέρτατος, wie φέριστος, der stärkste, tapferste, vorzüglichste, beste; Hom. öfters, auch mit dem dat., woran, z. B. οἳ χερσίν τε βίηφί τε φέρτατοι ἦσαν Od. 12, 246; περὶ δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι Il. 7, 289; ὄλβῳ Pind. N. 10, 13; ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν Ol. 7, 26.
-
2 φερτατος
3[φέρω - superl. без posit.] превосходнейший, лучший(λόγοι Pind.; χερσίν τε βίῃφί τε φέρτατοι Hom.)
κακῶν δέ κε φέρτατον εἴη Hom. — из (всех) зол (это) было бы, ведь, наименьшее -
3 φέρτατος
φέρτατοςbravest: masc nom sg -
4 φέρτατος
A bravest, best,πολὺ φ. Il.1.581
, etc.;μέγα φ. 16.21
, cf. Lyr.Alex.Adesp.25, etc.: c. dat. modi,χερσίν τε βίηφί τε φ. ἦσαν Od.12.246
;περὶ δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φ. ἐσσι Il.7.289
;ὄλβῳ φ. Pi.N. 10.13
: of things, κακῶν φέρτατον the best, i.e. least bad, among evils, Il.17.105;λόγοι φ.
best,Pi.
P.5.48;ὄ τι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν Id.O. 7.26
.2 in form φέριστος,ἄνδρα φέριστον Il.9.110
;μὴ φῦναι φέριστον B.5.160
, cf. Pi.Fr. 126 ( φέρτ- cj. Boeckh): mostly voc. φέριστε, Il.6.123, 15.247, Theoc.7.125, etc.;φέριστοι Il.23.409
;φέριστε Καδμείων ἄναξ A.Th.39
;ὦ φ. δεσποτῶν S.OT 1149
;εἶεν, ὦ φ. Pl.Phdr. 238d
;II [comp] Comp. [full] φέρτερος, α, ον, braver, better, of persons,πολὺ φ. Il.4.56
, etc.: c. dat. modi,βίῃ καὶ χερσὶ καὶ ἔγχεϊ φ. 3.431
, cf. Od.6.6;φ. οὐκ ὀλίγον ἔγχει Il.19.217
: c. inf.,θεοὶ.. φέρτεροί εἰσι νοῆσαι Od.5.170
;φ. γόνος πατρός Pi.I.8(7).35
;παῖδα φ. πατρός A.Pr. 768
: of things, ἀγών, νόστος, Pi.O.1.7, P.1.35; πολὺ φέρτερόν ἐστιν 'tis much better, Il.1.169; τί φ. ἢ .. c. inf., B.4.18: c. inf., Od.12.109, 21.154;εἰς τὸ φ. τίθει τὸ μέλλον E.Hel. 346
(lyr.). Adv.,τέττιγος φέρτερον ᾄδεις Theoc.1.148
. (From root φερ- 'bring', 'produce':ἀπὸ τοῦ φέρειν βέλτιον Hsch.
)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φέρτατος
-
5 φέρτατος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φέρτατος
-
6 φέρτατος
φέρτατος, der stärkste, tapferste, vorzüglichste, beste -
7 φέρτατος
φέρτερος, φέρτατος, φέριστοςa comp., betterμηδ' Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν O. 1.7
ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν ( φερτέρᾳ v. l.) P. 1.35πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.32
b superl., (φέρτατος, -ον, -ων; -ον nom.: φέριστον nom.)I of pers., best, matchlessφερτάτων Κρονιδᾶν O. 9.56
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν N. 3.57
ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος (sc. Ζεύς) N. 10.13ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν Τελαμών I. 6.39
δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Ζεύς) I. 7.5 φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13. b. 5.II of things, best, finestλόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.48
ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b. 2.* πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2. add. inf.τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν· ὅτι νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26
-
8 φερτάτων
φέρτατοςbravest: fem gen plφέρτατοςbravest: masc /neut gen pl -
9 φέρτατον
φέρτατοςbravest: masc acc sgφέρτατοςbravest: neut nom /voc /acc sg -
10 φέρτερον
φέρτατοςbravest: masc acc sgφέρτατοςbravest: neut nom /voc /acc sg -
11 φερτάτου
φέρτατοςbravest: masc /neut gen sg -
12 φερτέρου
φέρτατοςbravest: masc /neut gen sg -
13 φερτέρη
φέρτατοςbravest: fem nom /voc sg (epic ionic) -
14 φερτέρους
φέρτατοςbravest: masc acc pl -
15 φέρτατα
φέρτατοςbravest: neut nom /voc /acc pl -
16 φέρτερα
φέρτατοςbravest: neut nom /voc /acc pl -
17 φέρτατε
φέρτατοςbravest: masc voc sg -
18 φέρτερε
φέρτατοςbravest: masc voc sg -
19 φέρτατοι
φέρτατοςbravest: masc nom /voc pl -
20 φέρτεροι
φέρτατοςbravest: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
φέρτατος — bravest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτατος — άτη, ον, Α (επίθ. υπερθ. βαθμού) 1. (για πρόσ.) ο πιο γενναίος ή αυτός που κατέχει την πιο υψηλή θέση σε μια ιεραρχική τάξη (α. «χερσί τε βίῃφί τε φέρτατοι ἦσαν», Ομ. Οδ. β. «ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς ἐκείνου γενεάν», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) ο πιο … Dictionary of Greek
φερτάτων — φέρτατος bravest fem gen pl φέρτατος bravest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτατον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτερον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτάτου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτάτῳ — φέρτατος bravest masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτέρη — φέρτατος bravest fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτέρου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτέρους — φέρτατος bravest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτατα — φέρτατος bravest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)