-
1 φερτατος
3[φέρω - superl. без posit.] превосходнейший, лучший(λόγοι Pind.; χερσίν τε βίῃφί τε φέρτατοι Hom.)
κακῶν δέ κε φέρτατον εἴη Hom. — из (всех) зол (это) было бы, ведь, наименьшее -
2 φερτιστος
-
3 αγαθος
3(ᾰγ) (compar. ἀμείνων, βελτίων, κρείσσων, λωΐων, λῴων, поэт. тж. ἀρείων, βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος; superl. ἄριστος, βέλτιστος, κράτιστος, λώϊστος, λῷστος, поэт. тж. βέλτατος, φέριστος, φέρτατος, κάρτιστος)1) хороший, отличный(ἰητήρ, θεράπων Hom.)
ἀ. τι Hom., Her., Plat., εἴς и πρός τι Plat., περί τι Lys., ἔν τινι Plat. и ποιεῖν τι Hes., Plat. — искусный (отличившийся) в чем-л.2) добрый, благой(δαίμων Arph.; θεός Plut.)
καλὸς κἀγαθός Plat. — нравственно (духовно) совершенный;ὦ ΄γαθέ! Plat. — ах, мой милый!3) доблестный, храбрый(Ἀχιλλεύς Hom.)
βοέν ἀ. Hom. — славный в бою4) благородный, знатный Hom., Pind., Soph., Eur.
См. также в других словарях:
φέρτατος — bravest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτατος — άτη, ον, Α (επίθ. υπερθ. βαθμού) 1. (για πρόσ.) ο πιο γενναίος ή αυτός που κατέχει την πιο υψηλή θέση σε μια ιεραρχική τάξη (α. «χερσί τε βίῃφί τε φέρτατοι ἦσαν», Ομ. Οδ. β. «ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς ἐκείνου γενεάν», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) ο πιο … Dictionary of Greek
φερτάτων — φέρτατος bravest fem gen pl φέρτατος bravest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτατον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτερον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτάτου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτάτῳ — φέρτατος bravest masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτέρη — φέρτατος bravest fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτέρου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερτέρους — φέρτατος bravest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτατα — φέρτατος bravest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)