-
1 φθόϊς
φθόϊς, ὁ, att. zsgzgn ὁ φϑοῖς, Piers. Moer. 386, plur. nom. φϑοῖς Ar. Plut. 677, aber auch φϑόεις, u. φϑοΐς, ΐδος, ἡ, nom. plur. φϑοΐδες, – 1) eine ἰπνίτης, πιαλέος; τροχιὰν ἐν κανέῳ φϑοΐδα Add. 1 (II, 258). – Bei den Aerzten Pillen, Hippocr. – 2) eine Art Schaale, πλατεῖα φιάλη ὀμφαλωτή, Eupolis bei Ath. XI, 502 b.
-
2 φθόϊς
-
3 πολύ-φθοος
πολύ-φθοος, nach Plut. quaest., graec. 9 hieß so ein Tag in Delphi, an dem Orakel ertheilt werden: οὐ διὰ τὸ πέττεσϑαι φϑόϊς, ἀλλὰ πολυπευϑῆ καὶ πολυμάντευτον οὖσαν.
-
4 πῑαλέος
-
5 φθοΐσκος
-
6 ἰπνίτης
См. также в других словарях:
φθοῖς — φθόις a fem nom/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόις — a fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόϊς — ϊος, ό, και αττ. τ. φθοΐς, ΐδος, ή, και τ. ονομ. πληθ. φθοῑς Α 1. είδος πίτας 2. α) καταπότιο β) χάπι που χρησιμοποιείται για απολύμανση με υποκαπνισμό 3. ράβδος πολύτιμου μετάλλου 4. φρ. «φθόϊς χρυσίου» (κατά τον Ησύχ.) σκόνη ή άμμος χρυσού 5.… … Dictionary of Greek
φθοΐς — ΐδος, ἡ, Α βλ. φθόϊς … Dictionary of Greek
πολύφθοος — ον, Α προσωνυμία ημέρας τού δελφικού μήνα Βυσίου κατά την οποία δίνονταν πολλοί χρησμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πολυ * + φθόϊς* / φθοίς «είδος πλακούντος» και «άμμος χρυσού»] … Dictionary of Greek
φθοΐσκος — ὁ, Α υποκορ. 1. είδος μικρής πίτας 2. χάπι μικρού μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόϊς / φθοΐς + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ὀβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
φθοΐδιον — τὸ, Α [φθόϊς] υποκορ. 1. πίτα μικρού μεγέθους 2. ομφαλωτή φιάλη με μικρό μέγεθος … Dictionary of Greek