Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

φϑήσομαι

См. также в других словарях:

  • κιχάνω — και κιγχάνω (Α) 1. συναντώ, βρίσκω, πετυχαίνω («μή σε γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω», Ομ. Ιλ.) 2. προλαβαίνω κάποιον ή κάτι, προφτάνω κάποιον ή κάτι (α. «ἠέ σε δουρὶ κιχήσομαι», Ομ. Ιλ. β. «ὅ καὶ πτερόεντ αἰετὸν κίχε», Πίνδ.) 3. τυγχάνω*… …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀπορριφθήσομαι — ἀπορρῑφθήσομαι , ἀπορρίπτω throw away fut ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»