-
121 λυχνιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυχνιαῖος
-
122 λυχνοειδής
λυχνο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυχνοειδής
-
123 μαχητής
μᾰχ-ητής, οῦ, ὁ, [dialect] Aeol. [full] μαχαίτας Alc.33; [dialect] Dor. [full] μαχᾱτάς Pi.N.2.13, etc.; [dialect] Lacon. [full] μαχᾱτάρ ( [suff] μᾰχ-άταρ cod.) Hsch.: ([etym.] μάχη):—A fighter, warrior,μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μ. Il.5.801
;θείειν ταχὺς ἠδὲ μ. Od.3.112
;Τρῶάς φασι μ. ἔμμεναι ἄνδρας 18.261
;φὼς μ. Pi.N.
l. c.: as Adj., μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν his warrior heart, ib.9.26: in later Prose, LXX Jo.6.3,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχητής
-
124 μεθημερινός
A by day, ;φυλακαί X.Lac. 12.2
; μ. γάμοι prostitution in open daylight, D.18.129, cf. Ph.1.155; τὸ μεθημερινόν (sc. μέρος) Pl.Sph. 220d.2 of fevers, remittent quotidian, Gal. 17(1).221.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθημερινός
-
125 μετακοσμέω
A rearrange: hence, modify, Epicur.Nat.67, 102 G.:— more freq. in [voice] Pass., Hp.Fract.2, Meliss.7;πρὸς τὸ βέλτιον Gal.UP 15.1
; to be changed in aspect,μετακοσμεῖται πρὸς τὸ φῶς ἡ πτέρωσις Luc.Dom.11
.II metaph.,μ. τινὰς ἐπὶ τὸ βέλτιον J.AJ1.8.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετακοσμέω
-
126 μονόστροφος
μονό-στροφος, ον,II ἅμαξα μ. either a cart with solid wheels, or wheelbarrow, Thphr.HP5.7.6; cf. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόστροφος
-
127 νόμιμος
A conformable to custom, usage, or law, ν. ὅρκος Lexap.And.1.98;ν. ἔρωτες Gorg.Fr.6
D.;ἔργα δίκαια καὶ ν. Democr.174
; legitimate,ν. παῖδες E.Ph. 815
(lyr.): hence, customary, prescriptive, φῶς ib. 345 (lyr.), etc.;οἱ ν. θεοί Pl.Lg. 954a
;ἡ ἐπίδεσις ἡ ν. Hp.Art.14
;νόμιμόν [ἐστί] τινι ποιεῖν τι X.Cyr.8.8.8
;ν. τινὰ δεδέσθαι Id.Mem.1.2.49
.2 observant of law, Choeril.3, Antipho 2.2.12, Archyt. ap. Stob.4.5.61;ν. καὶ κόσμιοι Pl.Grg. 504d
; ν. πόλις Isoc.l.c.II νόμιμα, τά, usages, customs,ἄλλα ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἕκαστος Pi.Fr. 215
, cf. A.Th. 334 (lyr.), Hdt.2.79; ν. Δωρικά, Χαλκιδικά, Th.6.4,5;τὰ κοινὰ τῶν Ἑλλήνων ν. Id.3.59
; almost, = νόμοι, ἄγραπτα ν. S.Ant. 455;ν. θεῶν E.Supp. 19
;τὰ εἰωθότα ν. Pl.Phdr. 265a
;ἄγραφα ν. Id.Lg. 793a
, D.23.70; τὰ περὶ τοὺς θεοὺς ν., τὸ πρὸς τοὺς πολεμίους ν., X.Mem.4.6.4, Cyr.1.6.34; ν. βαρβαρικά, title of treatise by Aristotle: rare in sg.,τὸ πάντων ν. Emp.135.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόμιμος
-
128 νυκτιφαής
νυκτῐ-φᾰής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτιφαής
См. также в других словарях:
φώς — man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φως — το γεν. φωτός, πληθ. φώτα, γεν. πληθ. φώτων 1. το αίτιο (ερέθισμα), που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, που κάνει ορατά τα αντικείμενα, το φέγγος, καθετί που φωτίζει, ό,τι φέγγει: Ηλεκτρικό φως. 2. φωτισμός: Μ αυτή τη λάμπα έχουμε ζωηρότερο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός … Dictionary of Greek
φῶς — φάος light neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεδα πολωμένο φως — Φως, στο οποίο οι ταλαντώσεις είναι ευθύγραμμες, παράλληλες προς ένα επίπεδο και εγκάρσιες προς τη διεύθυνση διάδοσης (γραμμική πόλωση). Το φως που ανακλάται από μια γυαλιστερή επιφάνεια γυαλιού με γωνία πρόσπτωσης tan–1 , όπου n2, n1 οι δείκτες … Dictionary of Greek
άγιο φως — Το φως που ανάβεται στον τάφο του Σωτήρος στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, σε ειδική τελετή τις πρώτες ώρες του Μεγάλου Σαββάτου μετά το μεσημέρι. Από εκει μοιράζεται σε όλους τους προσκυνητές που παραβρίσκονται. Το φως αυτό, που… … Dictionary of Greek
ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… … Dictionary of Greek
Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
φῶτες — φώς man masc nom/voc pl φώς man masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσί — φώς man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)