-
1 λυχνοειδής
λυχνο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυχνοειδής
См. также в других словарях:
λυχνοειδής — ές (Α λυχνοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με λύχνο κατά το σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + ειδής*] … Dictionary of Greek