-
1 φύλ-οπις
φύλ-οπις, ιδος, ἡ (nach den alten Erkl. von φῦλον ὄψ), Schlachtgeschrei, Schlachtgetümmel, Feldschlacht; oft bei Hom.; gew. αἰνή genannt; neben dem gew. acc. φύλοπιν braucht er auch einmal den seltenen φυλόπιδα, Od. 11, 314, wie Hes. Sc. 114; φύλοπις πολέμου Il. 13, 635 Od. 11, 314; öfter φύλοπις καὶ πόλεμος, wie Il. 4, 15. 82. 18, 242; νεῖκος φυλόπιδος 20, 141; Streit übh., Soph. El. 1061, Orak. bei Ar. Pax 1041.
-
2 φύλοπις
φύλ-οπις, ιδος, ἡ, Schlachtgeschrei, Schlachtgetümmel, Feldschlacht; Streit
См. также в других словарях:
φύλοπις — όπιδος, ἡ, Α ο θόρυβος, ο σάλαγος τής μάχης («κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. άγνωστης ετυμολ. Διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, ήδη από την αρχαιότητα, συνδέουν συνήθως τη… … Dictionary of Greek