-
1 φύζα
φύζ-α (not [full] φῦζα, Hdn.Gr.1.251), ἡ, expld. as ἡ μετὰ δειλίας φυγή by Aristarch. ap. Apollon.Lex.A s.v. φόβος:—headlong flight, rout,φύζα, φόβον κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2
, cf. 14.140;ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας 15.62
;θάνατον καὶ φ. ἑταίρων 17.381
;ἐν δὲ Ζεὺς.. φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Od.14.269
. -
2 φυζακινός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυζακινός
-
3 φυζαλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυζαλέος
-
4 φυζάναι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυζάναι
-
5 φυζηλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυζηλός
-
6 φύζω
φύζ-ω, late [dialect] Ion. for φεύγω, Heraclid. ap. Eust.1643.2: part. [tense] aor. [voice] Pass. φυζηθέντες (as if from φυζάομαι) Nic.Th. 825.
См. также в других словарях:
φυζακινός — ή, όν, Α (επικ. τ.) αυτός που τρέπεται εύκολα σε φυγή, δειλός, φοβιτσιάρης («Τρῶας... οἳ τὸ πάρος περ φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φυζ ακ ινός έχει σχηματιστεί από τη λ. φύζα* «φυγή» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *φύζ αξ… … Dictionary of Greek
φυζαλέος — α, ον, Α (ποιητ. τ.) φυζακινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυζ της λ. φύζα* «φυγή» + επίθημα αλέος (πρβλ. πειν αλέος, ρωμαλέος)] … Dictionary of Greek
φυζηλός — ή, όν, Α φυζαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυζ τής λ. φύζα* «φυγή» + επίθημα ηλός (πρβλ. τρυφ ηλός)] … Dictionary of Greek