-
1 φυγαδε
-
2 μναομαι
Iэп. (= μιμνήσκομαι)1) думать, помышлять(ὀλοοῖο φόβοιο, φύγαδε, περὴ πομπῆς Hom.)
2) вспоминать(πατρίδος αἴης Hom.)
ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὴ ἐδωδέν μνωομένῳ Hom. — воспоминание о чем не дает мне ни спать, ни естьII(только praes. и impf.)1) (тж. μ. ἐαυτῷ Plut.) стремиться, домогаться, добиваться(ἀρχήν, βασιληῒην Her.; πόλεμον Plut.)
2) (тж. μ. γάμον Luc.) добиваться руки, свататься(μνάασθαι ἄκοιτιν Hom.)
-
3 τρεπω
ион. τράπω (aor. 1 ἔτρεψα, aor. 2 ἔτρᾰπον, pf. τέτροφα - поздн. τέτρᾰφα; pass.: fut. τρᾰπήσομαι, aor. 1 ἐτρέφθην - ион. ἐτράφθην, aor. 2 ἐτράπην с ᾰ, pf. τέτραμμαι)1) поворачивать, обращать, направлять(φύσας ἐς πῦρ, κεφαλέν πρὸς ἠέλιον Hom.; βέλος εἴς τινα Aesch.)
τὰς λόγχας κάτω τρέψαντες Her. — повернув(шие) копья вниз;μῆλα πρὸς ὄρος τ. Hom. — гнать стада в горы;τ. ἀντίον τινος πρόσωπον Hes. — обращаться лицом к чему-л.;τ. τινὰ εἰς ἀθυμίαν Dem. — повергать кого-л. в уныние;τ. αἰτίαν εἴς τινα Isae. — взваливать вину на кого-л.;οὐκ οἶδ΄ ὅποι χρέ τἄπορον τ. ἔπος Soph. — не знаю, куда обратить смущенное слово, т.е. не знаю, что и сказать;τραφθῆναι ἀν΄ Ἑλλάδα Hom. — направиться в Элладу;ποῖ τρέψομαι ; Eur. — куда мне деваться?;ἐπειδὰν ἐν χειμῶνι τράπηται (ὅ ἥλιος) Xen. — когда солнце повернулось на зиму;τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον Her. — повернув на равнину2) тж. med. обращать в бегство(ἥρωας Ἀχαιούς Hom.; τὸ τοῦ Ἀριστέως κέρας Thuc.)
ἐκδραμόντες τρέπονται αὐτούς Xen. — сделав вылазку, они обратили их в бегство3) med. обращаться в бегство Thuc., Xen.πεσόντων πολλῶν ἐτράποντο οἱ Λυδοί Her. — когда многие пали (в бою), лидяне обратились в бегство
4) отвращать, отвлекать, отклонять(ἀπὸ τείχεος, sc. τινά Hom.)
οὐκ ἄν με τρέψειαν Hom. — не отклонить им меня (от моего намерения)5) (из)менять(χρώματα Plut.)
τοῦ ἀγαθοῦ οὐ τρέπεται χρώς Hom. — мужественный человек не меняется в лице;οἶνος τρεπόμενος Sext. — киснущее вино;ἐς γέλων τὸ πρᾶγμ΄ ἔτρεψας Arph. — обратив дело в шутку;τρέψαι φρένας Hom. или τὰς γνώμας τινός Xen. — изменить чьи-л. намерения, отговорить кого-л. от его планов;τὸ πλῆθος ἑώρων τετραμμένον Thuc. — видя, что настроение народа переменилось6) med. обращаться, предаваться, приниматься, начинать(ἐπὴ γεωργίας τραπέσθαι Plat.)
εἰς ὀρχηστὺν τρεψάμενοι Hom. — начав пляску;τραπέσθαι πρὸς λῃστείαν Thuc. — заняться грабежом;
См. также в других словарях:
φύγαδε — to flight indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύγαδε — Α επίρρ. σε κατάσταση φυγής («φύγαδ ἔτραπε... ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύγα, αιτ. της λ. φύξ, φυγός «φυγή» + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε), βλ. και λ. φύξ] … Dictionary of Greek
φυγάδε — φυγάς one who flees masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύγαδ' — φύγαδε , φύγαδε to flight indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδις — Α επίρρ. φύγαδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού επιρρ. φύγαδε, κατά τα επιρρ. σε άδις (πρβλ. μιγ άδις, χαμ άδις)] … Dictionary of Greek
μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… … Dictionary of Greek
φύγδα — Α επίρρ. φύγαδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας τού ρ. φεύγω* (πρβλ. αόρ. β ἔ φυγ ον) + επιρρμ. κατάλ. δα (πρβλ. μίγ δα)] … Dictionary of Greek
φύξ — Α υποθ. τ. ονομ. τού επιρρ. φύγαδε*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύξ (< *φυγ ς) αποτελεί ριζικό όν. σχηματισμένο από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. φεύγω* και χρησιμοποιείται ως δηλωτικό τού δράστη τής ενέργειας στα σύνθ. σε φυξ (πρβλ. πρό φυξ, πρόσ … Dictionary of Greek
όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… … Dictionary of Greek
φυγάδ' — φυγάδα , φυγάς one who flees masc/fem acc sg φυγάδι , φυγάς one who flees masc/fem dat sg φυγάδε , φυγάς one who flees masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)