Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φόρτωμα

См. также в других словарях:

  • φόρτωμα — το, ατος 1. φόρτωση, φόρτιση: Το φόρτωμα του πλοίου. 2. φορτίο, φόρτος, ποσότητα πραγμάτων που μπορεί να βαστάξει και να μεταφέρει ένα ζώο: Αγόρασα ένα φόρτωμα κάρβουνα. 3. μτφ., οικονομικό βάρος, ενοχλητικό βάρος, ενόχληση: Έχει όλους τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φόρτωμα — το, Ν [φορτώνω] 1. φόρτωση 2. φορτίο, ποσότητα που μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει ένα μεταγωγικό ζώο 3. μτφ. βάρος, ενόχληση («μού έγινε φόρτωμα με τα παρακάλια του») …   Dictionary of Greek

  • αμαξοφόρτωμα — το 1. φορτίο άμαξας, αμαξιά 2. η φόρτωση, το φόρτωμα άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + φόρτωμα] …   Dictionary of Greek

  • αγομάριαστος — η, ο και αγομάριστος [γομάρι] 1. αυτός που δεν δέθηκε σαν φορτίο (αλλιώς γομάρι) για φόρτωμα 2. (για ζώα) αυτό που δεν φέρει φορτίο …   Dictionary of Greek

  • αποδότης — Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την περισυλλογή και την ανύψωση των δεματίων των διαφόρων γεωργικών προϊόντων (σιτηρών, σανού κ.ά.), όταν αυτά πρόκειται να φορτωθούν, να τοποθετηθούν στην αλωνιστική μηχανή κλπ. Αποτελείται από ένα μακρύ …   Dictionary of Greek

  • αποφορτώνω — (Μ ἀποφορτώνω) απαλλάσσω από το φορτίο, ξεφορτώνω νεοελλ. τελειώνω το φόρτωμα …   Dictionary of Greek

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • βασταγός — και βασταός και βαστάος, ο 1. ο γάιδαρος 2. τοίχος που συγκρατεί το χώμα επικλινούς αγρού 3. όριο αγρού 4. πληθ. οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασταγός < (ρ) βαστάζω (πρβλ. αρμεγός < αρμέγω, φευγός < φεύγω κ.ά.). Ο τονισμός πιθ. κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • γομάρι — το (AM γομάριον, Μ και γομάριν) φορτίο, φόρτωμα που σηκώνει ένα υποζύγιο μσν. νεοελλ. γάιδαρος νεοελλ. άνθρωπος χοντρός, νωθρός και ανόητος μσν. ζώο με το φορτίο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. τού αρχ. γόμος*] …   Dictionary of Greek

  • διέραμα — διέραμα, το (Α) 1. στραγγιστήρι, σουρωτήρι 2. χοάνη που χρησιμοποιούσαν στο φόρτωμα σταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < διερώ ( άω) «στραγγίζω, φιλτράρω»] …   Dictionary of Greek

  • διαβάστρα — η σανίδα που τοποθετείται πρόχειρα πάνω από λάκκο, τάφρο κ.λπ. για να περάσουν διαβάτες ή για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα πλοίων, κν. μαδέρι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»