-
1 φόρτωμα
τό1) погрузка; навьючивание; 2) ноша, груз; 3) воз;ένα φόρτωμα ξύλα — воз дров;
4) перен. бремя, обуза;γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον — становиться обузой для кого-л.;
μοΰχει γίνει φόρτωμα να τού βρώ δουλειά — он надоел мне своими просьбами найти ему работу
-
2 φόρτωμα
[фортома] ουσ ο груз, ноша, обременительность, надоедливость. -
3 ελαφρώνω
1. μετ.1) облегчить;τό φόρτωμα — облегчить груз;ελαφρώνω τα μαλλιά μου — подстричься;
2) перен. облегчать; смягчить, успокаивать;μου ελάφρωσες την καρδιά ты мне душу облегчил; 2. αμετ. успокаиваться; чувствовать облегчение; ελάφρωσε η ψυχή μου душа моя успокоилась; ελαφρωσε ο πόνος боль утихла; ήπια μιά λεμονάδα και ελάφρωσα я выпил стакан лимонада, и мне стило легче -
4 φόρτος
ο1) груз, ноша; 2) тяжесть; обременительность; 3) перен. см. φόρτωμα 4;§ γαστρικός φόρτος — тяжесть в желудке
См. также в других словарях:
φόρτωμα — το, ατος 1. φόρτωση, φόρτιση: Το φόρτωμα του πλοίου. 2. φορτίο, φόρτος, ποσότητα πραγμάτων που μπορεί να βαστάξει και να μεταφέρει ένα ζώο: Αγόρασα ένα φόρτωμα κάρβουνα. 3. μτφ., οικονομικό βάρος, ενοχλητικό βάρος, ενόχληση: Έχει όλους τους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φόρτωμα — το, Ν [φορτώνω] 1. φόρτωση 2. φορτίο, ποσότητα που μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει ένα μεταγωγικό ζώο 3. μτφ. βάρος, ενόχληση («μού έγινε φόρτωμα με τα παρακάλια του») … Dictionary of Greek
αμαξοφόρτωμα — το 1. φορτίο άμαξας, αμαξιά 2. η φόρτωση, το φόρτωμα άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + φόρτωμα] … Dictionary of Greek
αγομάριαστος — η, ο και αγομάριστος [γομάρι] 1. αυτός που δεν δέθηκε σαν φορτίο (αλλιώς γομάρι) για φόρτωμα 2. (για ζώα) αυτό που δεν φέρει φορτίο … Dictionary of Greek
αποδότης — Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την περισυλλογή και την ανύψωση των δεματίων των διαφόρων γεωργικών προϊόντων (σιτηρών, σανού κ.ά.), όταν αυτά πρόκειται να φορτωθούν, να τοποθετηθούν στην αλωνιστική μηχανή κλπ. Αποτελείται από ένα μακρύ … Dictionary of Greek
αποφορτώνω — (Μ ἀποφορτώνω) απαλλάσσω από το φορτίο, ξεφορτώνω νεοελλ. τελειώνω το φόρτωμα … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
βασταγός — και βασταός και βαστάος, ο 1. ο γάιδαρος 2. τοίχος που συγκρατεί το χώμα επικλινούς αγρού 3. όριο αγρού 4. πληθ. οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασταγός < (ρ) βαστάζω (πρβλ. αρμεγός < αρμέγω, φευγός < φεύγω κ.ά.). Ο τονισμός πιθ. κατά τα… … Dictionary of Greek
γομάρι — το (AM γομάριον, Μ και γομάριν) φορτίο, φόρτωμα που σηκώνει ένα υποζύγιο μσν. νεοελλ. γάιδαρος νεοελλ. άνθρωπος χοντρός, νωθρός και ανόητος μσν. ζώο με το φορτίο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. τού αρχ. γόμος*] … Dictionary of Greek
διέραμα — διέραμα, το (Α) 1. στραγγιστήρι, σουρωτήρι 2. χοάνη που χρησιμοποιούσαν στο φόρτωμα σταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < διερώ ( άω) «στραγγίζω, φιλτράρω»] … Dictionary of Greek
διαβάστρα — η σανίδα που τοποθετείται πρόχειρα πάνω από λάκκο, τάφρο κ.λπ. για να περάσουν διαβάτες ή για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα πλοίων, κν. μαδέρι … Dictionary of Greek