-
1 εψιαομαι
-
2 κιθαριζω
играть (на струнном инструменте)(φόρμιγγι Hom., Hes.; λύρῃ HH.; ἐν ταῖς κιθάραις NT.)
κ. οὐκ ἐπίσταται погов. Arph. — играть он не умеет, т.е. он неучен;ὄνος κ. πειρώμενος погов. Luc. — осел, пытающийся играть на кифаре -
3 συναντομαι
(только praes. и impf. συνηντόμην) встречаться, тж. сближаться, сходиться(τινι Hom., Eur.)
συναντόμενος Hom. — встречный;ἀλλήλοισι δὲ τώγε συναντέσθην παρὰ φηγῷ Hom. — оба они сошлись у дуба;φόρμιγγι σ. Pind. — играть на (досл. подходить к) форминге;κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος Pind. — пресыщенность несовместима со справедливостью -
4 τερπω
(aor. 1 ἐτέρφθην - эп. тж. ἐτάρφθην и τάρφθην, эп. aor. 2 ἐτάρπην и τάρπην, тж. ἐταρπόμην и τεταρπόμην, conjct. ταρπῶ - эп. τρᾰπείω; inf. эп. aor. pass. ταρπήμεναι и ταρπῆναι) радовать, услаждать, веселить(θυμὸν φόρμιγγι, τινὰ λόγοις Hom.)
ἧλιξ τέρπει τὸν ἥλικα погов. Plat. — сверстник радует сверстника, т.е. каждого тянет к людям своего возраста;τὰ τέρποντα Soph. и τὰ τέρψοντα Xen. — радости, наслаждения;τεταρπόμενος φίλον ἦτορ σίτου καὴ οἴνοιο Hom. — натешив душу пищей и питьем;ἥ δ΄ ἐπεὴ οὖν τάρφθη πολυδακρύτοιο γόοιο Hom. — когда она вдоволь наплакалась;(λόγοι), οἷς σὺ μέ τέρψει κλύων Soph. — речи, которые ты не рад будешь услышать;τί ἂν ἰδὼν τερφθείης Xen. — при виде чего ты мог бы обрадоваться;τέρπεται τιμώμενος Eur. — он радуется (этим) почестям -
5 υπαδω
эп. ὑπαείδω (у Hom. in tmesi)1) сопровождать голосом, подпевать (sc. τῆ φόρμιγγι Hom.; χοροῖσι Arph.)2) запеватьὑμεῖς δὲ ταῖς Μούσαις τι μέλος ὑπᾴσατε Arph. — вы же запойте в честь Муз какую-л. песнь
См. также в других словарях:
φόρμιγγι — φόρμιγξ lyre fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AMPHION — I. AMPHION Hypsonis Pellaei fil. ex Argonautis unus, ftatri Deucalioni adeo vultu similis, ut ne Pater dignoscere potuerit. Val. Flacc. l. 1. v. 367. II. AMPHION fil. Iasii, imperavit Orchomeniis, Minyis, et Pyliis, teste Leontiô, aliô nomine… … Hofmann J. Lexicon universale
ORPHEUS — ut sensit Myrleanus Asclepiades, Apollinis et Calliopes, unius Musarum, fil. fuit. Virg. in Pollione: Non me carminibus vincet nec Thracius Orpheus, Nec Linus; huic mater quamvis, atque huic pater adsit, Orphei Calliopea, Lino formosus Apollo.… … Hofmann J. Lexicon universale
αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… … Dictionary of Greek
εποπτεύω — (AM ἐποπτεύω) [επόπτης] 1. επιβλέπω, επιτηρώ (α. «εποπτεύει τα λιμενικά έργα» β. «ἄλλοτε ἄλλον ἐποπτεύει χάρις... φόρμιγγι», Πίνδ.) 2. (για νόμους κ.λπ.) επαγρυπνώ για την τήρησή τους («τῶν περὶ νόμους ἐποπτευόντων», Πλάτ.) αρχ. 1. παίρνω την… … Dictionary of Greek
κιθαρίζω — (ΑΜ κιθαρίζω) [κιθάρα] παίζω κιθάρα («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή γενικώς μουσικό όργανο, αυλό, φόρμιγγα, λύρα κ.λπ., συνοδεύω άσμα με μουσική υπόκρουση («φόρμιγγι λιγείῃ κιθάριζεν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek
λιγαίνω — (Α) [λιγύς] 1. φωνάζω με δυνατή και καθαρή φωνή, καλώ μεγαλόφωνως («κήρυκες δ ἐλίγαινον ἅμ ἠοῑ φαινομένηφι», Ομ. Ιλ.) 2. ψάλλω για να δοξάσω ή να υμνήσω κάποιον 3. θέλγω, τέρπω («ὦτα φθεγξαμένη λιγαίνει», Φίλ.) 4. (μέσ. και παθ.) λιγαίνομαι… … Dictionary of Greek
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek
συνοίμιος — ον, Α 1. αυτός που συνοδεύει το άσμα κάποιου («Ὀρφείη φόρμιγγι συνοίμιον ὕμνον ἀείδειν», Απολλ. Ρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνοίμιον προοίμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οίμιος (< οἴμη «τραγούδι, ωδή»), πρβλ. προ οίμιον] … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
φόρμιγγ' — φόρμιγγα , φόρμιγξ lyre fem acc sg φόρμιγγι , φόρμιγξ lyre fem dat sg φόρμιγγε , φόρμιγξ lyre fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)