-
1 συναντομαι
(только praes. и impf. συνηντόμην) встречаться, тж. сближаться, сходиться(τινι Hom., Eur.)
συναντόμενος Hom. — встречный;ἀλλήλοισι δὲ τώγε συναντέσθην παρὰ φηγῷ Hom. — оба они сошлись у дуба;φόρμιγγι σ. Pind. — играть на (досл. подходить к) форминге;κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος Pind. — пресыщенность несовместима со справедливостью
См. также в других словарях:
συνάντομαι — ΜΑ (ποιητ. τ.) (μόνο στον ενεστ. και παρατ.) συναντώ αρχ. (ειδικά) συναντώ σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄντομαι «συναντώ με φιλική ή εχθρική διάθεση»] … Dictionary of Greek