-
1 θέσσασθαι
A pray for, c. acc.θεσσάμενος γενεήν Hes.Fr. 201
;γλυκερὸν νόστον Archil.11
;παίδων γένος A.R.1.824
, cf. Euph. 136: c. inf., τάν ποτ' εὔανδρον [εἶναι].. θέσσαντο prayed that this land might be.., Pi.N.5.10 (Hsch. also has θέσσεσθαι, θεσσόμενος, θήσω, θησόμενοι, θησάμενοι):—hence Adj. [full] θεστός, only in compds. ἀπόθεστος, πολύθεστος (q.v.), [dialect] Boeot. pr. n. Θεόφειστος, [dialect] Ion. Ἐρμόθεστος. (Perh. g[uglide]hedh-, cf. πόθος (fr. φόθος), OIr. - guidiu, Welsh gweddïo 'pray', Lith. gedėti 'mourn'; θήσω, θησόμενοι, θησάμενοι seem to be analogical formations.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θέσσασθαι
См. также в других словарях:
ποθώ — έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α 1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα (α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῑς», Αριστοφ.) 2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῑν αὐτόν», λουκ.) 3. επιθυμώ,… … Dictionary of Greek