Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φόβα

См. также в других словарях:

  • φόβας — φόβᾱς , φόβη lock fem acc pl φόβᾱς , φόβη lock fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβαν — φόβᾱν , φόβη lock fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάβα — Τα αποφλοιωμένα και συνήθως αλευροποιημένα σπέρματα του όσπριου λάθυρος ο εδώδιμος και το φαγητό που παρασκεαύζεται από αυτά. Bλ. λ. λαθούρι. * * * (I) η, ΝΜΑ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • φόβαι — φόβη lock fem nom/voc pl φόβᾱͅ , φόβη lock fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»