-
1 φόβα
1 locks, hairκαὶ ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων P. 10.47
τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 17. -
2 δοιδῡκο-φόβα
δοιδῡκο-φόβα, ἡ, heißt das Podagra, die Mörserkeulen fürchtend (das Gestampf nicht ertragen könnend), Luc. Tragödop. 200.
-
3 φόβας
φόβᾱς, φόβηlock: fem acc plφόβᾱς, φόβηlock: fem gen sg (doric aeolic) -
4 φόβαν
φόβᾱν, φόβηlock: fem acc sg (doric aeolic) -
5 δοιδυκοφοβα
-
6 φόβαι
φόβηlock: fem nom /voc plφόβᾱͅ, φόβηlock: fem dat sg (doric aeolic) -
7 δοιδυκοφόβα
δοιδῡκο-φόβα, ἡ,A pestle-fearing, Luc.Trag.201.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοιδυκοφόβα
-
8 δοιδῡκοφόβα
δοιδῡκο-φόβα, ἡ, heißt das Podagra, die Mörserkeulen fürchtend (das Gestampf nicht ertragen könnend) -
9 δοίδυξ
δοίδυξ, -ῡκοςGrammatical information: m.Meaning: `pestle' (Ar.).Compounds: As first member in δοιδυκο-ποιός (Plu.) and in parodizing δοιδυκο-φόβα (Luc.)Derivatives: Denomin. διαδοιδυκίζω `clench the fist as a p.' (Com. Adesp.), ἀναδοιδυκίζειν ἀναταράσσειν H. (EM).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: No etymology. The suffix -ῡκ- is typical of Pre-Greek (Beekes, Pre-Greek s.v.). o \< α before υ in the next syllable.Page in Frisk: 1,404Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δοίδυξ
См. также в других словарях:
φόβας — φόβᾱς , φόβη lock fem acc pl φόβᾱς , φόβη lock fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόβαν — φόβᾱν , φόβη lock fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάβα — Τα αποφλοιωμένα και συνήθως αλευροποιημένα σπέρματα του όσπριου λάθυρος ο εδώδιμος και το φαγητό που παρασκεαύζεται από αυτά. Bλ. λ. λαθούρι. * * * (I) η, ΝΜΑ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
φόβαι — φόβη lock fem nom/voc pl φόβᾱͅ , φόβη lock fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)