-
1 φωτουλκός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωτουλκός
См. также в других словарях:
κηριοελκός — κηριοελκός, ὁ (Α) πάπ. αυτός που κατασκευάζει κεριά φωτισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρίον + ελκός (< ἕλκω), αντί τού συνήθους ουλκός, με συναίρεση (πρβλ. πολφ ουλκός, φωτ ουλκός)] … Dictionary of Greek
κηρουλκός — κηρουλκός, όν (Α) αυτός που επιφέρει καταστροφή, ολέθριος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηρο ελκός με συναίρεση < κηρο (< κήρ [Ι]) + ελκός (< έλκω), πρβλ. πλινθ ουλκός, φωτ ουλκός] … Dictionary of Greek
φωτουλκός — όν, Α αυτός που έλκει, που δέχεται το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ουλκός (< ὁλκή / ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. ξιφ ουλκός, τοξ ουλκός] … Dictionary of Greek