-
1 φωστήρσιν
-
2 φωστῆρσιν
См. также в других словарях:
φωστῆρσιν — φωστήρ that which gives light masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 φωστήρσιν
2 φωστῆρσιν
φωστῆρσιν — φωστήρ that which gives light masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)