-
41 огонь
1. (пламя, пожар) η φωτιά, η φλόγα, το πυρ 2. (освещение) το φως, ο φανός, το φανάρι"гасить осветительные - ни ав. σβήνω τα φώτα πορείαςбенгальский - τα βεγγαλικά (πλ.)блуждающие - ни (на болотистых местах) οι φωτεινές ατμίδες του φωσφόρου (στους βάλτους)кормовой - мор. πρυμνιό/πρυμναίο -опознавательный - τα φώτα αναγνώρισης, τα διακριτικά φώταотличительный мор. - см. опознавательный -посадочный ав. - τα φώτα της προσγείωσης- спасательного жилета (ав.мор.) τα φώτατου σωσιβίουспасательно-поисковый мор. - τα σωστικά φώτα της έρευναςстояночный ав. - τα φώτα της στάσηςтоповый - мор. о εφίστιος φανόςходовой - мор. τα φώτα πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > огонь
-
42 освещать
φωτίζω, ρίχνω φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освещать
-
43 ослепление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ослепление
-
44 ослеплять
(светом) τυφλώνω (με το φως).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ослеплять
-
45 передерживать
1. (держать слишком долго, дольше, чем нужно) κατακρατώ, παρακρατώκρατώ υπερβολικά πολύ χρόνο2. кфт. υπερεκθέτω (στο φως).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передерживать
-
46 передержка
кфт. η υπερέκθεση στο φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передержка
-
47 плёнка
1. (тех., фото) η ταινία, το φίλμ (ξεν.)заряжать - у кфт. οπλίζω την -целлофановая - πλαστική - κελλοφάνης/σε-λοφάνης(για σακκούλες κ.λπ.)2. (оболочка, тонкий слой чего-л.) το λεπτό στρώμαобволакивать - ой καλύπτω/επικαλύπτω με -покровная кож. - επικάλυψης3. (тонкая кожица, ткань) о υμένας, ο υμήν 4. бот. το λέπυρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плёнка
-
48 полупроводник
(физ) ο ημιαγωγόςнесобственный - см. примесный -собственный - см. беспримесный -электронный - см. n -типа элементарный - απλός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полупроводник
-
49 радиофотолюминесценция
η φωταύ-γεια προκαλούμενη από ακτινοβολία και φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиофотолюминесценция
-
50 свет
I.(лучистая энергия, освещение, источник освещения и т.п) το φωςдневной - της ημέρας, φυσικό -II.(земной шар, Мир) η Γη, ο κόσμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свет
-
51 светонепроницаемый
αδιαπέραστος από φωςα(δια)φεγγήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > светонепроницаемый
-
52 светопроницаемый
διαπερατός από το φώς/υπό του φωτός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > светопроницаемый
-
53 светочувствительный
φωτοευαίσθητος, ευαίσθητος στο φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > светочувствительный
-
54 сенсибилизация
1. физиол. η ευαισθησία 2. (фото) η ευαισθησία στο φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сенсибилизация
-
55 слабый
1. (отличающийся малой физической силой) αδύνατοςανίσχυρος2. (име-ющий небольшую мощность, энергию) μικρ/όςμικρής ισχύος- ό μοτέρ3. (небольшой по силе, напряженности) αδύνατ/ος- свет - о φως (незначительный недостаточный) αδύνατ/ος, πτωχός5. (малоубедительный, недостаточно основательный) αδύνατοςμη πειστικός6. (плохо знающий, плохо выполняющий работу) αδύνατοςανεπαρκής7. (не тугой, неплотно завернутый, несильно затянутый) χαλαρόςελεύθεροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слабый
-
56 фальшфейер
мор. 1. (для освещения) о κυανούς φανόςτο κυανούν φως2. (используемый в целях сигнализации) о πυρσός χειρόςкрасный - бедствия ερυθρός - ανάγκης/κινδύνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фальшфейер
-
57 фонарь
ο φανός, η λυχνία, разг. το φανάριклотиковый - мор. εφίστιος -носовой якорный - мор. πλωριός - άγκυραςстояночный мор. - αγκυροβολιάςтоповый задний мор. - του πρυμναίου ιστούтоповый передний мор. - άνω πλωραίου ιστούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фонарь
-
58 экспонометр
ο μετρητής έκθεσης στο φωςоптический - см. визуальный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспонометр
-
59 электроогонь
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электроогонь
-
60 погасить
погасить см. гасить· \погаситьте,* * *см. гаситьпогаси́те, пожа́луйста, свет! — σβύστε το φως, παρακαλώ!
См. также в других словарях:
φώς — man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φως — το γεν. φωτός, πληθ. φώτα, γεν. πληθ. φώτων 1. το αίτιο (ερέθισμα), που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, που κάνει ορατά τα αντικείμενα, το φέγγος, καθετί που φωτίζει, ό,τι φέγγει: Ηλεκτρικό φως. 2. φωτισμός: Μ αυτή τη λάμπα έχουμε ζωηρότερο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός … Dictionary of Greek
φῶς — φάος light neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεδα πολωμένο φως — Φως, στο οποίο οι ταλαντώσεις είναι ευθύγραμμες, παράλληλες προς ένα επίπεδο και εγκάρσιες προς τη διεύθυνση διάδοσης (γραμμική πόλωση). Το φως που ανακλάται από μια γυαλιστερή επιφάνεια γυαλιού με γωνία πρόσπτωσης tan–1 , όπου n2, n1 οι δείκτες … Dictionary of Greek
άγιο φως — Το φως που ανάβεται στον τάφο του Σωτήρος στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, σε ειδική τελετή τις πρώτες ώρες του Μεγάλου Σαββάτου μετά το μεσημέρι. Από εκει μοιράζεται σε όλους τους προσκυνητές που παραβρίσκονται. Το φως αυτό, που… … Dictionary of Greek
ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… … Dictionary of Greek
Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
φῶτες — φώς man masc nom/voc pl φώς man masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσί — φώς man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)