-
1 φώρη
-
2 φωρη
-
3 φώρη
φώρη, ἡ, Durchforschung, Haussuchung; übh. das Aufspüren einer verborgenen Sache -
4 φωρά
φωρά, ᾶς, ἡ, ion. φωρή, der Diebstahl; H. h. Merc. 136 nach Herm. Em.; οὐκ ἐπὶ φωρὰν ἔρχομαι Bion. 16, 6.
-
5 φώρα
-
6 φωρα
-
7 φωρά
A theft, h.Merc.136 (prob. for φωνῆς), 385, BionFr.8.6, Nic.Al. 273;ἱερῶν χρημάτων SIG672.16
(Delph., ii B. C.);ἔνοχοι ὄντες φωρᾷ Sammelb.4638.17
(ii B. C.); ἐπ' αὐτῇ τῇ φωρᾷ, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, Poll.8.69.II detection, discovery,τῆς ἀλλοτριολογίας Phld.Acad.Ind.p.67
M.;ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φ. D.L.1.96
;μεῖζον τῆς φ. τὸ αὐτὸν ἑαυτοῦ κατειπεῖν Ach.Tat.7.11
. ( φώρης codd. Nic. l.c.; Hsch. has φωρά· κλοπή, but φώρην· τὴν ἔρευναν.)
См. также в других словарях:
φωρή — ἡ, Α ιων. τ. βλ. φωρά … Dictionary of Greek
φώρη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. φωρά … Dictionary of Greek
φωρά — και ιων. τ. φωρή και κατά τον Ησύχ. φώρη, ἡ, Α 1. κλοπή 2. ανακάλυψη 3. (κατά τον Ησύχ.) έρευνα 4. φρ. «ἐπ αὐτῇ τῇ φωρᾷ» επ αυτοφώρω (Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ «κλέφτης». Η λ., ως προς τη σημ. «ανακάλυψη», έχει δεχθεί την επίδραση τού ρ. φωρῶ] … Dictionary of Greek