Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φωρή

См. также в других словарях:

  • φωρή — ἡ, Α ιων. τ. βλ. φωρά …   Dictionary of Greek

  • φώρη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. φωρά …   Dictionary of Greek

  • φωρά — και ιων. τ. φωρή και κατά τον Ησύχ. φώρη, ἡ, Α 1. κλοπή 2. ανακάλυψη 3. (κατά τον Ησύχ.) έρευνα 4. φρ. «ἐπ αὐτῇ τῇ φωρᾷ» επ αυτοφώρω (Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ «κλέφτης». Η λ., ως προς τη σημ. «ανακάλυψη», έχει δεχθεί την επίδραση τού ρ. φωρῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»