-
1 φωνάριον
-
2 φωναριον
-
3 φωνάριον
φωνάριονneut nom /voc /acc sg -
4 φωνάριον
φωνάριον, τό, Stimmchen -
5 φωνάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωνάριον
-
6 φωναρίων
φωνάριονneut gen pl -
7 καμπτικός
-
8 καμπτικός
A bending, flexible, δακτύλου τὸ κ. the joint, Arist.HA 493b28; κίνησις ἡ κ. Id.Spir. 484b13;φωνάριον Poll.4.64
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμπτικός
-
9 περίσαρκος
περίσαρκ-ος, ον,A surrounded with flesh, fleshy, Arist.Phgn. 809b7 ([comp] Comp.), Adam.2.2 ([comp] Comp.): Com. metaph., φωνάριον π. Clearch.Com.2(cj.for - σαργ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίσαρκος
См. также в других словарях:
φωνάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνάριον — τὸ, Α υποκορ. σιγανή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + υποκορ. κατάλ. –άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
φωναρίων — φωνάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAMPTERES — Graeca vox καμπτῆρες, apud Auctorem incertum de Vita et gestis Alexandri, qui Graece et Latine scriptus in Bibliothecis servatur, sunt curricula seu spatia in Circo, quae alii κύκλους, διαύλους, item ςτάδια, dixêre, Latini quoque metas nonnumquam … Hofmann J. Lexicon universale
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek