Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

φωλάς

См. также в других словарях:

  • φωλάς — lurking in a hole fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλάς — άδος, η, ΝΜΑ, και φολάς Ν ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, θαλάσσιων δίθυρων μαλακίων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας φωλαδίδες, με ευρέως διαδεδομένα, κυρίως παράκτια, είδη, ικανά να ανοίγουν τρύπες και να ζουν… …   Dictionary of Greek

  • φωλάδα — φωλάς lurking in a hole fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλάδας — φωλάς lurking in a hole fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλάδες — φωλάς lurking in a hole fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλάδι — φωλάς lurking in a hole fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλάδος — φωλάς lurking in a hole fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φολάς — η, Ν ζωολ. βλ. φωλάς …   Dictionary of Greek

  • φωλαΐς — ίδος, ἡ, Α στον πληθ. αἱ φωλαΐδες (κατά τον Ησύχ.) «ὀστράκινά τίνα βρομώδη». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φωλάς, κατ επίδραση τού τ. φωλίς] …   Dictionary of Greek

  • φωλαδίδες — και φολαδίδες, οι, Ν ζωολ. οικογένεια θαλάσσιων δίθυρων μαλακίων, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος φωλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phōladidae] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»