Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

φωλίς

См. также в других словарях:

  • φωλίς — fish fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλίς — (I) ίδος, ἡ, Α είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλεός / φωλεά + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. δεσμ ίς)]. (II) ίδος, ἡ, Α βλ. φολίδα …   Dictionary of Greek

  • φωλίδα — φωλίς fish fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλίδας — φωλίς fish fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλίδες — φωλίς fish fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλίδι — φωλίς fish fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλίδος — φωλίς fish fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλίδων — φωλίς fish fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φολίδα — η / φολίς, ίδος, ΝΜΑ, και φωλίς Α 1. καθένα από τα μικρά οστρακοειδή πετάλια που καλύπτουν το σώμα τών ερπετών και τών ψαριών, λέπι 2. μικρή μεταλλική πλάκα με την οποία καλύπτουν την επιφάνεια διαφόρων αντικειμένων νεοελλ. 1. μεταλλικό έλασμα 2 …   Dictionary of Greek

  • φωλαΐς — ίδος, ἡ, Α στον πληθ. αἱ φωλαΐδες (κατά τον Ησύχ.) «ὀστράκινά τίνα βρομώδη». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φωλάς, κατ επίδραση τού τ. φωλίς] …   Dictionary of Greek

  • bheu-, bheu̯ǝ- (bhu̯ā-, bhu̯ē-) : bhō̆ u- : bhū- —     bheu , bheu̯ǝ (bhu̯ā , bhu̯ē ) : bhō̆ u : bhū     English meaning: to be; to grow     Deutsche Übersetzung: ursprũnglich “wachsen, gedeihen”     Note: (probably = “to swell”), compare O.Ind. prábhūta ḥ with O.Ind. bhūri ḥ etc under *b(e)u …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»