-
1 Φωκείς
-
2 Φωκεῖς
-
3 φωκείς
-
4 φωκεῖς
-
5 Φωκεῖς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Φωκεῖς
-
6 βάτραχος
Grammatical information: m.Meaning: `frog' (Hdt.). Also name of a fish `Lophius piscatorius' (Arist.), s. Strömberg Fischnamen 92f.).Other forms: Ion. βάθρακος with normal displacement of aspiration (Schwyzer 269, Lejeune, Phonét. 50); βότραχος (Hp.) and βρόταχος (Xenoph. 40, s. Bechtel Dial. 3, 109); βρατάχους βατράχους H.; - βρούχετος.. βάτραχον δε Κύπριοι H. (after βρυχάομαι?, Schwyzer 182); βύρθακος βάτραχος H.; βρύτιχοι βάτραχοι μικροὶ ἔχοντες οὑράς H. (cf. βρύω?); - βριαγχόνην βάτραχον. Φωκεῖς H. (mistake?; for *βρ(α)τ-αγχ-?); βρόγχος βάτραχος H. may also be a mistake); still βλίκανος, βλίκαρος, βλίχα(ς) (H., EM, Suid.); βλίταχος (H.). - βάβακοι ὑπὸ Ήλείων τέττιγες, ὑπὸ Ποντικῶν δε βάτραχοι H. ( βαβάζω, s. v.). - Mod. Gr. forms in Hatzidakis Lexikogr. Archiv ( Anh. Άθ. 26) 48ff., also G. Meyer IF 6, 107f.Derivatives: Demin. βατράχιον (Paus.), plant `Ranunculus' (Hp., Dsc., cf. Strömberg Pflanzennamen 119); βατραχίσκοι μέρος τι τῆς κιθάρας H.; on the suffixes Chantr. Form. 408. - βατραχίτης, - ῖτις ( λίθος; from the colour; Plin.; s. Redard Les noms grecs en - της 53).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Several variants will be due to folketymology or taboo, and also simple phonetic variation. A priori for all these forms a local, i.e. Pre-Gr. form is to be expected. To this will point the variation α\/ο. This holds also for βαρδακος if this must be read in H. for βαρακος βάραχος (Fur. 184 A. 2; s. Latte). The form may in origin have been onomat.? (cf. Grošelj, Živa Ant. 6 (1956) 235) βρατ-αχ-, cf. βρεκεκεξ. Or even * brt-ak-, from which the forms with - υ- might come ( βύρθακος, βρύτιχος). The desperate forms βριαγχόνη, βρόγχος (this form to be read for βρούχετος?) contain a (misread) prenasalized *( βρατ)αγχος, which would also point to Pre-Greek. On the χ-suffix in animal names Specht Ursprung 255. - The forms βλικ\/χ- and βάβακοι, of course, are etymologically unrelated. - For the meaning `hearth' Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 660 refers to Alb. vatre.Page in Frisk: 1,226-227Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάτραχος
См. также в других словарях:
Φωκεῖς — Φωκεύς Phocian masc acc pl Φωκεύς Phocian masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωκεῖς — φωκεύς Phocian masc acc pl φωκεύς Phocian masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λαμίας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λαμίας στεγάζεται από το 1994 στον πρώτο όροφο των Στρατώνων, που βρίσκονται στο κάστρο της Λαμίας. Ο απόκρημνος λόφος όπου βρίσκεται το κάστρο αποτελούσε το οχυρωμένο τμήμα της πόλης ήδη από τα κλασικά χρόνια και… … Dictionary of Greek
Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… … Dictionary of Greek
Amphictyonic League — In the Archaic period of ancient Greece, an amphictyony (Ancient Greek: ἀμφικτυονία), a league of neighbors , or Amphictyonic League was an ancient association of Greek tribes[1] formed in the dim past, before the rise of the Greek polis. The six … Wikipedia
Names of the Greeks — History of Greece This article is part of a series … Wikipedia
μισογύνης — ο (Α μισογύνης) αυτός που μισεί τις γυναίκες νεοελλ. αυτός που απεχθάνεται τη σαρκική μίξη με τις γυναίκες αρχ. 1. προσωνυμία τού Ευριπίδου 2. προσωνυμία τού Ηρακλέους στους Φωκείς 3. ως κύριο όν. Μισογύνης τίτλος έργου τού Μενάνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μυχλός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μύκλος] … Dictionary of Greek
φωκικός — ή, ό / φωκικός, ή, όν, ΝΑ [Φωκίς, ίδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Φωκίδα ή στους Φωκείς («φωκική διάλεκτος») … Dictionary of Greek
Αλίαρτος — I Γιος του Θέρσανδρου, εγγονός του Σίσυφου και αδελφός του Κορωνού και του Προίτου. Έχτισε την πόλη Αλίαρτο στη Βοιωτία, ενώ ο αδελφός του Κορωνός ίδρυσε την Κορώνεια. II Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Βοιωτίας, στον δρόμο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek