Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φυτρώνω

См. также в других словарях:

  • φυτρώνω — φυτρώνω, φύτρωσα, φυτρωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φυτρώνω — ΝΜ, και τ. φυτροῦμαι, όομαι, Μ [φύτρα] (αμτβ.) (για φυτό) φύομαι, βγάζω φύτρο, βλαστάνω, ξεφυτρώνω νεοελλ. 1. φρ. «φυτρώνει εκεί που δεν τόν σπέρνουν» επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις ή σε συζητήσεις, χωρίς να τού τό έχουν ζητήσει 2. παροιμ. «όθε… …   Dictionary of Greek

  • φυτρώνω — φύτρωσα, φυτρωμένος 1. αμτβ. (για φυτό), βλασταίνω, βλαστίζω, ξεφυτρώνω: Δε φύτρωσε ακόμη το καλαμπόκι. 2. μτφ., παρουσιάζομαι: Φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοφύομαι — φυτρώνω μόνος μου …   Dictionary of Greek

  • εκφύω — (AM ἐκφύω) 1. γεννώ, παράγω, αναδίδω, προκαλώ, φέρνω 2. (μέσ. ή παθ.) εκφύομαι φυτρώνω, ξεφυτρώνω, γεννιέμαι αρχ. 1. (για γυναίκα) γεννώ 2. (ο ενεργ. παρακμ.) γεννιέμαι, είμαι από φυσικού μου, είμαι εκ γενετής («λάλημα ἐκπεφυκός» φλύαρος εκ… …   Dictionary of Greek

  • επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… …   Dictionary of Greek

  • εμφύω — (AM ἐμφύω) 1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι 2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.) μσν. 1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει 2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • ξεφυτρώνω — 1. (για φυτά) αναφύομαι, βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για άνθη) βγαίνω, ξεπετιέμαι, εκφύομαι («και αυτού ας ξεφυτρώνουν αιώνια τ άνθη», Κάλβ.) 3. μτφ. (για πρόσ.) εμφανίζομαι ξαφνικά και απροσδόκητα («από πού ξεφύτρωσες πάλι εσύ;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.… …   Dictionary of Greek

  • συμπαραφύομαι — Α 1. φύομαι, εκφύομαι, φυτρώνω συγχρόνως κοντά σε κάτι («ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῑσαι», Γρηγ. Νύσσ.) 2. μτφ. (για κατάσταση) εμφανίζομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραφύομαι «φυτρώνω κοντά»] …   Dictionary of Greek

  • συνυποφύομαι — Α φυτρώνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑποφύομαι «φυτρώνω από κάτω»] …   Dictionary of Greek

  • υπεκφύω — Α (συν. το μέσ.) υπεκφύομαι φυτρώνω ή αυξάνομαι σταδιακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκφύω «φυτρώνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»