-
1 φυτρώνω
αμετ. прорастать, давать первые всходы, давать ростки;§ φυτρώνει εκεί, πού δεν τον σπέρνουν — он суёт свой нос куда не просят
-
2 φυτρώνω
[фитроно] р. пускать ростки, расти,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φυτρώνω
-
3 φυτρώνω
[фитроно] ρ пускать ростки, расти. -
4 φυτρώνω
germinateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φυτρώνω
-
5 взойти
взойти 1) (подняться) ανεβαίνω, ανέρχομαι 2) (о семенах) φυτρώνω 3) (о небесных светилах) ανατέλλω* * *1) ( подняться) ανεβαίνω, ανέρχομαι2) ( о семенах) φυτρώνω3) ( о небесных светилах) ανατέλλω -
6 расти
расти μεγαλώνω (тж. перен.у φυτρώνω, βλασταίνω (ο растениях)* * *μεγαλώνω (тж. перен.); φυτρώνω, βλασταίνω ( о растениях) -
7 нарасти
-тт, παρλθ. χρ. нарос, -ла, -о, μτχ. παρλθ. χρ. наросший, ρ.σ.1. φύομαι, φυτρώνω, αναπτύσσομαι. || μεγαλώνω, αυξαίνω.2. (με ποσοτική σημ.) φυτρώνω, βλασταίνω•-ло много деревьев βλάστησαν πολλά δέντρα.
3. μαζεύομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (για τόκους, χρέη κ.τ.τ.). -
8 всходить
1. астр. ανατέλλωβγαίνω2. с.-х. φυτρώνωβλαστάνωξεφυτρώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > всходить
-
9 прорастать
(с.-х) φυτρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прорастать
-
10 всходить
всходитьнесов1. (подниматься) ἀνεβαίνω, ἀνέρχομαι·2. (о небесных светилах) ἀνατέλλω, βγαίνω·3. (о семенах) βλαστάνω, φύομαι, φυτρώνω, ξεφυτρώνω·4. (о тесте) φουσκώνω, ἀνεβαίνω, γίνομαι. -
11 нарастать
нараста́||тьнесов1. (на чем-л.) φυτρώνω·2. (увеличиваться) μεγαλώνω (άμετ.), πληθαίνω, αὐξάνομαι / μαζεύομαι (накапливаться):\нарастатьет недовольство μεγαλώνει ἡ δυσαρέσκεια· \нарастатьют проценты μεγαλώνουν οἱ τόκοι. -
12 отрастать
отрастатьнесов, отрасти́ сов φυτρώνω, φύομαι / ἀναφύομαι (снова):борода отросла́ μεγάλωσαν τά γένια μου. -
13 пробиваться
пробиватьсянесов1. (прокладывать себе путь) ἀνοίγω δρόμο[ν]/ περνῶ (проникать):\пробиваться скюзь толпу́ ἀνοίγω δρόμο μέσα στό πλήθος· с трудом \пробиваться περνώ μέ κόπο· сквозь што́ры \пробиватьсяется свет μέσα ἀπό τά στόρια περνἄ φῶς·2. (о растительности) φυτρώνω, φύομαι, βλαστάνω:у него́ \пробиватьсяются усы ἀρχίζει νά βγάζει μουστάκι. -
14 произрастать
произрастатьнесов, произрасти сов φύομαι, φυτρώνω. -
15 прорастать
прорастатьнесов, прорасти сов1. φυτρώνω·2. (сквозь что-л.) ξεφυτρώνω. -
16 разрастаться
разрастатьсянесов, разрастись сов μεγαλώνω/ φουντώνω, φυτρώνω πυκνά (о растениях). -
17 расти
растинесов1. μεγαλώνω/ φυτρώνω, βλασταίνω, φύομαι (о растениях)·2. (увеличиваться) αὐξάνομαι, ἀναπτύσσομαι·3. (совершенствоваться) ἀναπτύσσομαι, τελειοποιούμαι, προοδεύω. -
18 совать
соватьнесов βάζω, χώνω:\совать ру́ки в кармин βάζω τά χέρια στήν τσέπη μου· \совать вещи в чемода́н χώνω τά πράγματα στή βαλίτσα· ◊ \совать нос не в свой дела разг φυτρώνω ἐκεῖ πού δέν μέ σπέρνουν, χώνω παντοῦ τήν μύτη μου. -
19 уродиться
уродить||ся1. (о злаках, плодах) φυτρώνω, φύομαι:хлеб хорошо́ уродился τό σιτάρι φύτρωσε καλό·2. γεννιέμαι/ μοιάζω (походить):он уродился в отца μοιάζει τοῦ πατέρα του. -
20 μανιτάρι
το гриб;§ φυτρώνω σαν το μανιτάρι — вырасти словно из-под земли, неожиданно явиться
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φυτρώνω — φυτρώνω, φύτρωσα, φυτρωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φυτρώνω — ΝΜ, και τ. φυτροῦμαι, όομαι, Μ [φύτρα] (αμτβ.) (για φυτό) φύομαι, βγάζω φύτρο, βλαστάνω, ξεφυτρώνω νεοελλ. 1. φρ. «φυτρώνει εκεί που δεν τόν σπέρνουν» επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις ή σε συζητήσεις, χωρίς να τού τό έχουν ζητήσει 2. παροιμ. «όθε… … Dictionary of Greek
φυτρώνω — φύτρωσα, φυτρωμένος 1. αμτβ. (για φυτό), βλασταίνω, βλαστίζω, ξεφυτρώνω: Δε φύτρωσε ακόμη το καλαμπόκι. 2. μτφ., παρουσιάζομαι: Φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοφύομαι — φυτρώνω μόνος μου … Dictionary of Greek
εκφύω — (AM ἐκφύω) 1. γεννώ, παράγω, αναδίδω, προκαλώ, φέρνω 2. (μέσ. ή παθ.) εκφύομαι φυτρώνω, ξεφυτρώνω, γεννιέμαι αρχ. 1. (για γυναίκα) γεννώ 2. (ο ενεργ. παρακμ.) γεννιέμαι, είμαι από φυσικού μου, είμαι εκ γενετής («λάλημα ἐκπεφυκός» φλύαρος εκ… … Dictionary of Greek
επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… … Dictionary of Greek
εμφύω — (AM ἐμφύω) 1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι 2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.) μσν. 1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει 2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι… … Dictionary of Greek
ξεφυτρώνω — 1. (για φυτά) αναφύομαι, βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για άνθη) βγαίνω, ξεπετιέμαι, εκφύομαι («και αυτού ας ξεφυτρώνουν αιώνια τ άνθη», Κάλβ.) 3. μτφ. (για πρόσ.) εμφανίζομαι ξαφνικά και απροσδόκητα («από πού ξεφύτρωσες πάλι εσύ;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.… … Dictionary of Greek
συμπαραφύομαι — Α 1. φύομαι, εκφύομαι, φυτρώνω συγχρόνως κοντά σε κάτι («ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῑσαι», Γρηγ. Νύσσ.) 2. μτφ. (για κατάσταση) εμφανίζομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραφύομαι «φυτρώνω κοντά»] … Dictionary of Greek
συνυποφύομαι — Α φυτρώνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑποφύομαι «φυτρώνω από κάτω»] … Dictionary of Greek
υπεκφύω — Α (συν. το μέσ.) υπεκφύομαι φυτρώνω ή αυξάνομαι σταδιακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκφύω «φυτρώνω»] … Dictionary of Greek