Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φυτοκόμος

См. также в других словарях:

  • φυτοκόμος — ο / φυτοκόμος, ΝΜΑ, και φυτηκόμος, ον, ΜΑ νεοελλ. ειδικός που ασχολείται με την επιστημονική καλλιέργεια τών φυτών, γεωπόνος μσν. αρχ. 1. αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, ιδίως αμπέλια 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτοκόμος κηπουρός. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • φυτοκόμος — ο, η ο επιστήμονας καλλιεργητής φυτών, αυτός που ασχολείται με την επιστημονική καλλιέργεια των φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • φιτυποίμην — ενος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) φυτοκόμος, κηπουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῖτυ «κλαδί, βλαστάρι» + ποιμήν, ένος] …   Dictionary of Greek

  • φυτηκόμος — ον, ΜΑ βλ. φυτοκόμος …   Dictionary of Greek

  • φυτοκομία — η, ΝΜΑ, και φυτηκομία ΜΑ [φυτοκόμος / φυτηκόμος] νεοελλ. επιστημονική καλλιέργεια τών φυτών μσν. αρχ. η τέχνη τού φυτοκόμου, καλλιέργεια και περιποίηση τών φυτών …   Dictionary of Greek

  • φυτοκομίζω — Α [φυτοκόμος] καλλιεργώ και περιποιούμαι φυτά, φυτοκομῶ* …   Dictionary of Greek

  • φυτοκομείο — το, Ν [φυτοκόμος] τόπος επιστημονικής καλλιέργειας φυτών …   Dictionary of Greek

  • φυτοκομώ — και φυτηκομῶ, έω, ΜΑ [φυτοκόμος / φυτηκόμος] καλλιεργώ και περιποιούμαι φυτά, ιδίως αμπέλια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»