-
1 φυτευω
тж. med.1) сажать, насаждать(φυτὸν χερσίν Hom.; ἄλσος Her.; ὄρχους Xen.; τι ἐν γῇ Xen. и εἰς γῆν Plut.; σῖτον ἐν πηλῷ Plut.)
2) засаживать растениями, покрывать насаждениями(γῆν Thuc.; χωρίον Isae.; γῆ πεφυτευμένη Her., Xen., Plut.)
γεωργία καὴ φιλέ καὴ πεφυτευμένη Arst. — разведение как полевых растений, так и деревьев3) взращивать(καρποὺς καὴ χλόην Plat.)
4) производить на свет, рождать(παῖδας Soph., Arph.; τινά Plat.)
ὅ φυτεύσας (πατήρ) Soph., Eur., Lys. — родитель, отец;οἱ φυτεύσαντες Soph. — родители5) порождать, причинять, приносить(κακὰ πολλά τινι Hom.; θάνατόν τινι Pind.)
φ. δόξαν Pind. — приносить славу;θυγατρὴ γάμον φ. Pind. — устроить брак дочери6) готовить, затевать(φόνον Hom.)
-
2 φυτεύω
φυτεύω насаждать, рождать -
3 φυτεύω
μετ.1) сажать (растения); 2) пересаживать; 3) перен. всадить (пулю);φυτεύω κάποιου μιά σφαίρα στο κεφάλι (στην καρδιά) — всадить кому-л. пулю в лоб (в сердце)
-
4 φυτεύω
{гл., 11}сажать, насаждать.Ссылки: Мф. 15:13; 21:33; Мк. 12:1; Лк. 13:6; 17:6, 28; 20:9; 1Кор. 3:6-8; 9:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φυτεύω
-
5 φυτεύω
{гл., 11}сажать, насаждать.Ссылки: Мф. 15:13; 21:33; Мк. 12:1; Лк. 13:6; 17:6, 28; 20:9; 1Кор. 3:6-8; 9:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φυτεύω
-
6 φυτεύω
сажать, насаждать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φυτεύω
-
7 φυτεύω
[фитэво] р. сажатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φυτεύω
-
8 φυτεύω
[фитэво] ρ сажать. (растения). -
9 φυτευτος
-
10 αναφυτευω
-
11 αποφυτευω
-
12 εκφυτευω
-
13 εμφυτευω
1) прививать(ἐλαῖαι ἐμπεφυτευμέναι ἐν τοῖς κοτίνοις Diod.; τέν τοῦ πλεόμονος ἰδέαν τινί Plat.)
2) насаждать(μονάρχους τοῖς Ἕλλησι Polyb.)
3) перен. прививать, внушать, воспитывать(τέν φιλαργυρίαν τινί Plut.)
-
14 επιφυτευω
-
15 καταφυτευω
обсаживать(τέν ἀγορὰν πλατάνοις Plut.; πέλαγος δένδροις καταφυτευόμενον Luc.)
-
16 ξυμφυτευω
1) вместе насаждать(τινί Pind.)
συμπεφυτευμέναι τῇ ψυχῇ αἱ ἡδοναί Xen. — врожденные душе стремления к наслаждению2) совместно затевать(τοὔργον Soph.)
-
17 παραφυτευω
-
18 περιφυτευω
-
19 προφυτευω
-
20 συμφυτευω
1) вместе насаждать(τινί Pind.)
συμπεφυτευμέναι τῇ ψυχῇ αἱ ἡδοναί Xen. — врожденные душе стремления к наслаждению2) совместно затевать(τοὔργον Soph.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φυτεύω — of the thing planted pres subj act 1st sg φυτεύω of the thing planted pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεύω — φυτεύω, φύτεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φυτεύω — ΝΜΑ [φυτόν] 1. τοποθετώ στη γη σπόρο ή ρίζα νεαρού φυτού προκειμένου να ριζοβολήσει και να αναπτυχθεί 2. βάζω φυτά σε μια μεγάλη εδαφική έκταση (α. «φύτεψε τρία στρέμματα καπνό» β. «γῆν φυτεύειν», Πλούτ.) νεοελλ. χώνω βαθιά, μπήγω («τού φύτεψε… … Dictionary of Greek
φυτεύω — φύτεψα, φυτεύτηκα, φυτεμένος 1. βάζω μέσα στο έδαφος για να ριζοβολήσει και να αναπτυχθεί σπόρο φυτού ή τη ρίζα νεαρού φυτού που ξεριζώθηκε από άλλο μέρος, κάνω κάτι να φυτρώσει. 2. μτφ., μπήγω βαθιά, χώνω κάτι βαθιά, το καταχώνω: Του φύτεψαν δυο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεφυτευμένα — φυτεύω of the thing planted perf part mp neut nom/voc/acc pl πεφυτευμένᾱ , φυτεύω of the thing planted perf part mp fem nom/voc/acc dual πεφυτευμένᾱ , φυτεύω of the thing planted perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεύσουσι — φυτεύω of the thing planted aor subj act 3rd pl (epic) φυτεύω of the thing planted fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φυτεύω of the thing planted fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεύσουσιν — φυτεύω of the thing planted aor subj act 3rd pl (epic) φυτεύω of the thing planted fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φυτεύω of the thing planted fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεύσω — φυτεύω of the thing planted aor subj act 1st sg φυτεύω of the thing planted fut ind act 1st sg φυτεύω of the thing planted aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεύῃ — φυτεύω of the thing planted pres subj mp 2nd sg φυτεύω of the thing planted pres ind mp 2nd sg φυτεύω of the thing planted pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφυτευκότα — φυτεύω of the thing planted perf part act neut nom/voc/acc pl φυτεύω of the thing planted perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφυτευμέναι — φυτεύω of the thing planted perf part mp fem nom/voc pl πεφυτευμένᾱͅ , φυτεύω of the thing planted perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)