-
1 посадишь
ρ.σ.μ.1. φυτεύω•посадишь яблоню φυτεύω μηλιά.; посадишь цветы φυτεύω λουλούδια.
2. καθίζω, βάζω (βοηθώ) να καθίσει.3. αναγκάζω, υποχρεώνω•посадишь ребнка на уроки βάζω το παιδάκι να κάνει τα μαθήματα.
|| επιβιβάζω, μπαρκάρω παρέχω θέση. || διορίζω, τοποθετώ. || καθορίζω•посадишь больного на диету καθορίζω δίαιτα για τον άρρωστο.
4. θέτω•посадишь под арест βάζω υπο κράτηση•
посадишь в тюрьму φυλακίζω•
посадишь собаку на цепь δένω το σκυλί με την αλυσίδα.
5. προσγειώνω. || (για σκάφος) προσκρούω, καθίζω. || φορώ, ντύνω.7. επιθέτω•посадишь заплату βάζω μπάλωμα, μπαλώνω.
8. εγκατασταίνω•посадишь на землю εγκατασταίνω σε μόνιμη διαμονή (μη νομαδική).
-
2 сажать
ρ.δ.μ.1. καθίζω, βάζω να καθίσει, τοποθετώ, βάζω σε θέση• βολεύω;προσγειώνω (αεροπλάνο).2. διορίζω σε θέση.4. βάζω, κλείνω•сажать в тюръщ βάζω στη φυλακή•
сажать в гауптвахту ή в арестантскую βάζω στο κρατητήριο•
сажать под арест βάζω υπο κράτηση•
сажать на цепь βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω•
сажать в клетку βάζω στο κλουβί.
|| βάζω (υπό καθεστώς)•на диету βάζω σε δίαιτα.
5. φυτεύω•картофель φυτεύω πατάτα•
сажать табак φυτεύω καπνό.
6. βάζω•сажать кирпичи в печь βάζω τούβλα στο φούρνο•
сажать снопы в овин βάζω τα δεμάτια στο στεγνωτήριο.
7. επιφέρω, προξενώ•сажать пятна βάζω λεκέδες•
сажать синяки μωλωπίζω, μελανιάζω.
|| ράβω•сажать пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.
8. επιθέτω, εξαρτώ•сажать наживку на крючок βάζω δόλωμα στο αγκίστρι.
|| μπήγω• καρφώνω.9. βρίσκω το στόχο, σκοπεύω εύστοχα.10. απορρίπτω (στις εξετάσεις).εκφρ.сажать на яйца – βάζω κλώσσα•сажать на царство – βάζω (κάνω)• βασιλιά.κάθομαι• μπαίνω• τοποθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. όλων των σημασιών. -
3 сажать
сажать 1) (растения) φυτεύω 2) (усаживать) καθίζω; επιβιβάζω (на поезд, пароход) 3) (самолёт) προσγειώνω* * *1) ( растения) φυτεύω2) ( усаживать) καθίζω; επιβιβάζω (на поезд, пароход)3) ( самолёт) προσγειώνω -
4 всадить
всадитьсов1. см. всаживать·2. (пулю) φυτεύω:\всадить кому́-л. пулю в лоб φυτεύω κάποιου μιά σφαίρα στό κεφάλι. -
5 озеленить
озеленитьсов, озеленять несов φυτεύω δένδρα, φυτεύω πρασινάδα -
6 plant
1. noun1) (anything growing from the ground, having a stem, a root and leaves: flowering/tropical plants.) φυτό2) (industrial machinery: engineering plant.) βιομηχανικά μηχανήματα/εγκαταστάσεις3) (a factory.) εργοστάσιο2. verb1) (to put (something) into the ground so that it will grow: We have planted vegetables in the garden.) φυτεύω2) (to make (a garden etc); to cause (a garden etc) to have (plants etc) growing in it: The garden was planted with shrubs; We're going to plant an orchard.) φυτεύω3) (to place heavily or firmly: He planted himself between her and the door.) εγκαθιστώ, στήνω γερά4) (to put in someone's possession, especially as false evidence: He claimed that the police had planted the weapon on his brother.) φορτώνω(ενοχοποιητικά στοιχεία)•- planter -
7 засадить
-сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. φυτεύω•засадить плодовыми деревьями φυτεύω μέ καρποφόρα δέντρα.
2. εγκλείω, κλείνω μέσα, φυλακίζω•-ли его на два года τον έβαλαν δυο χρόνια φυλακή.
3. αναγκάζω, υποχρεώνω•засадить за работу στρώνω στη δουλειά.
4. χώνω, μπήγω• - топор в бревно μπήγω το τσεκούρι στο κούτσουρο. -
8 просажать
ρ.σ.μ. φυτεύω (για ένα χρον. διάστημα)•целый день просажать деревья όλη τη μέρα φυτεύω δέντρα.
-
9 усадить
ρ.σ.μ.1. καθίζω, τοποθετώ, βά.ζω να καθίσει•усадить гостей βάζω τους. φιλοξενούμενους να καθίσουν.
2. (απλ.) φυλακίζω•его -ли за беспаспортность τον έβαλαν φυλακή γιατί δεν είχε ταυτότητα.
3. φουρνίζω•усадить хлеб в печь βάζω το ψωμί στο φούρνο.
4. καλύπτω,σκε πάζω επιθέτοντας•стена усажена пятнами ο τοίχος σκεπάστηκε από λεκέδες.
5. φυτεύω•грядку цветами φυτεύω μια βραγιά λουλούδια.
6. χρησιμοποιώ• ξοδεύω, δαπανώ. -
10 насадить
1. (плотно надеть на что-л.) αρμόζω 2. (засадить растениями) φυτεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > насадить
-
11 пересадить
1. (с одного места на другое) βάζω σε άλλη θέση, αλλάζω θέση 2. (с одного вида транспорта на другой) μεταβιβάζω, μεταφέρω 3. (поместить в другое место) μεταφέρω, μετατοπίζω 4. (выкопав растение, посадить в другом месте) μεταφυτεύω, φυτεύω αλλού 5. (перенести на другое место для приживания) мед. μεταμοσχεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересадить
-
12 присадить
1. (ввести в плавильную печь в процессе плавки добавочные материалы) ρίχνω/βάζω το συμπληρωματικό υλικό, (προσ)θέτω την προσθήκη (στον κλίβανο του χυτηρίου) 2. (посадить дополнительно к ранее посаженному) (εμ)φυτεύω συμπληρωματικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присадить
-
13 сажать
1. (растение) φυτεύω 2. (напр. в тюрьму) φυλακίζω 3. (судно на мель) προσαράζω (το πλοίο) 4. (самолёт) προσγειώνω (το αεροσκάφος) 5. (насаживать) εξαρτώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сажать
-
14 сеялка
η σπαρτική μηχανήтуковая - см. тукораз -брасыватель сеять1. (засевать) φυτεύω, σπέρνω, σπείρω 2. (просеивать) κοσκινίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сеялка
-
15 хлопок
το βαμβάκι, ο βάμβακαςочищать - εκκο-κίζω/καθαρίζω το -убирать - μαζεύω/συλλέγω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хлопок
-
16 высадить
высадить, высаживать 1) αποβιβάζω· \высадить на берег ξεμπαρκάρω, κάνω αποβίβαση 2) (растение) ( μεταφυτεύω \высадиться αποβιβάζομαι· κατεβαίνω ( από τρένο, αυτοκίνητο κτλ.)* * *= высаживать1) αποβιβάζωвы́садить на бе́рег — ξεμπαρκάρω, κάνω αποβίβαση
2) ( растение) (μετα)φυτεύω -
17 врывать
врыватьнесов φυτεύω, μπήγω, χώνω. -
18 выращивать
выращиватьнесов τρέφω, ἀνατρέφω, μεγαλώνω (детей, животных)! φυτοκο-μῶ, καλλιεργώ, φυτεύω (растения):\выращивать кадры δημιουργώ (или ἀναπτύσσω) στελέχη. -
19 высаживать
высаживатьнесов1. ἀποβιβάζω, ξεμ-παρκάρω/ κατεβάζω κάτω (насильно):\высаживать десант ἀποβιβάζω ἄγημα· \высаживать из поезда κατεβάζω ἀπό τό τραίνο·2. (растения) μεταφυτεύω, φυτεύω ἀλλοῦ·3. (дверь, окно) разг σπάνω, θραύω, συντρίβω. -
20 засадить
засадитьсов, засаживать несов1. (растениями) φυτεύω·2. (всаживать) разг μπήγω·3. (в тюрьму) κλείνω, χώνω·4. (за работу) στρώνω στή δουλειά.
См. также в других словарях:
φυτεύω — of the thing planted pres subj act 1st sg φυτεύω of the thing planted pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεύω — φυτεύω, φύτεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φυτεύω — ΝΜΑ [φυτόν] 1. τοποθετώ στη γη σπόρο ή ρίζα νεαρού φυτού προκειμένου να ριζοβολήσει και να αναπτυχθεί 2. βάζω φυτά σε μια μεγάλη εδαφική έκταση (α. «φύτεψε τρία στρέμματα καπνό» β. «γῆν φυτεύειν», Πλούτ.) νεοελλ. χώνω βαθιά, μπήγω («τού φύτεψε… … Dictionary of Greek
φυτεύω — φύτεψα, φυτεύτηκα, φυτεμένος 1. βάζω μέσα στο έδαφος για να ριζοβολήσει και να αναπτυχθεί σπόρο φυτού ή τη ρίζα νεαρού φυτού που ξεριζώθηκε από άλλο μέρος, κάνω κάτι να φυτρώσει. 2. μτφ., μπήγω βαθιά, χώνω κάτι βαθιά, το καταχώνω: Του φύτεψαν δυο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεφυτευμένα — φυτεύω of the thing planted perf part mp neut nom/voc/acc pl πεφυτευμένᾱ , φυτεύω of the thing planted perf part mp fem nom/voc/acc dual πεφυτευμένᾱ , φυτεύω of the thing planted perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεύσουσι — φυτεύω of the thing planted aor subj act 3rd pl (epic) φυτεύω of the thing planted fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φυτεύω of the thing planted fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεύσουσιν — φυτεύω of the thing planted aor subj act 3rd pl (epic) φυτεύω of the thing planted fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φυτεύω of the thing planted fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεύσω — φυτεύω of the thing planted aor subj act 1st sg φυτεύω of the thing planted fut ind act 1st sg φυτεύω of the thing planted aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεύῃ — φυτεύω of the thing planted pres subj mp 2nd sg φυτεύω of the thing planted pres ind mp 2nd sg φυτεύω of the thing planted pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφυτευκότα — φυτεύω of the thing planted perf part act neut nom/voc/acc pl φυτεύω of the thing planted perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφυτευμέναι — φυτεύω of the thing planted perf part mp fem nom/voc pl πεφυτευμένᾱͅ , φυτεύω of the thing planted perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)