Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

φυσώ

  • 41 сморкаться

    [σμαρκάτσα] ρ φυσώ τη μύτη μου

    Русско-эллинский словарь > сморкаться

  • 42 венуть

    -ну, -нешь ρ.σ.
    (απλ.) φυσώ•

    -ли ветры φύσηξαν άνεμοι.

    Большой русско-греческий словарь > венуть

  • 43 веять

    вею, веешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. веянный, βρ: веян, -а, -о., ρ.δ.
    1. πνέω, φυσώ•

    ветер веет ο αέρας φυσά.

    2. κυματίζω•

    веют знамена κυματίζουν οι σημαίες.

    3. λιχνίζω.
    1. κυματίζω.
    2. λιχνίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > веять

  • 44 взыграть

    ρ.σ.
    1. παίζω•

    ягненок -ал возле матери το αρνάκι έπαιξε κοντά στη μάνα του.

    2. τρικυμιάζω. || (για άνεμο) φυσώ δυνατά, με μανία.
    εκφρ.
    - ло сердце – φτερούγισε (χάρηκε) η καρδιά•
    - ла душа – χάρηκε η ψυχή.

    Большой русско-греческий словарь > взыграть

  • 45 дохнуть

    ρ.δ. ψοφώ.
    εκφρ.
    мухи -ут – βαργεστιμάρα ανυπόφορη, σκασίλα.
    ρ.σ.
    1. αναπνέω, ανασαίνω. || εκπνέω, εκφυσώ.
    2. φυσώ, πνέω•

    -ул слибый ветерок φύσηξε ελαφρό αεράκι.

    εκφρ.
    дохнуть негде – ασφυκτικός συνωστισμός, ανάσα δεν παίρνεις•
    дохнуть некогда – δεν αδειάζω να πεθάνω ( πάρα πολύ αποσχολημένος): не сметь ή бояться дохнуть παραλύω από φόίβο, κόβεται η αναπνοή μου.

    Большой русско-греческий словарь > дохнуть

  • 46 дышать

    дышу, дышишь, μτχ. ενστ. дышащий ρ.δ.
    1. αναπνέω, ανασαίνω•

    дышать носом αναπνέω με τη μύτη•

    тяжело -у με δυσκολία αναπνέω•

    легко -у αναπνέω ελεύθερα•

    ле -у μόλις μπορώ και αναπνέω•

    он уже не -ит αυτός πια πέθανε•

    свежим воздухом αναπνέω φρέσκον αέρα.

    || εισπνέω. || εκπνέω. || μτφ. φυσώ, πνέω•

    не -ши на меня μη φυσάς σε μένα (στο πρόσωπο μου)•

    здесь всё -ит радостью εδω είναι, χαρά θεού.

    2. αφοσιώνομαι, κατέχομαι από το πνεύμα που επικρατεί. || εμφανίζομαι, προβάλλω.
    εκφρ.
    он -ит на ладан – μυρίζει χωματίλα, πλησιάζει το τέλος του η είναι του θανατά•
    еле ή чуть -ит – α) είνοαετοιμοθάνατος... β) είναι ερείπιο•
    дом еле -ит – το σπίτι μόλις κρατιέται•
    не дышать – δεν παίρνω ανάσα, κρατώ την αναπνοή.
    αναπνέω•

    дышать легко αναπνέω ελεύθερα.

    Большой русско-греческий словарь > дышать

  • 47 завеять

    -веет
    ρ.σ.μ.
    1. φυσώντας παρασύρω, σκεπάζω•

    метель -ла дорогу η χιονοθύελλα σκέπασε το δρόμο.

    2. παρασύρω μακριά (για άνεμο).
    -ею, -еешь
    ρ.σ.
    αρχίζω να φυσώ.

    Большой русско-греческий словарь > завеять

  • 48 надуть

    -ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надутый, βρ: -ут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. φουσκώνω•

    надуть футбольный мяч φουσκώνω την ποδόσφαιρα•

    ветер -ул паруса ο αέρας φούσκωσε τα πανιά.

    2. φυσώ, παρασέρνω• επιφέρω•

    ветер -ул пыли в окна ο αέρας γέμισε τα παράθυρα σκόνη.

    3. απρόσ. κρυολογώ, με φυσά ρεύμα, αέρας•

    -ло в ухо κρυολόγησε το αυτί.

    4. απατώ, ξεγελώ.
    εκφρ.
    надуть губы – κατσουφιάζω, κρεμώ, κατεβάζω τα μούτρα•
    надуть щки – φουσκώνω τα μάγουλα. надуть в уши кому ψιθυρίζω στ αυτί κάποιου.
    φουσκώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3, 4 σημ.). || (για ποτάμια) φουσκώνω, γεμίζω νερό•

    река -лась το ποτάμι φούσκωσε.

    || κατσουφιάζω, σκυθρωπάζω. || πίνω πολύ•

    надуть водой φουσκώνω νερό.

    Большой русско-греческий словарь > надуть

  • 49 нашептать

    -епчу, пчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нашёптанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ψιθυρίζω, μουρμουρίζω πολύ. || παλ. ψιθυρίζω στ αυτί, εμβάλλω, (εμ)φυσώ.
    2. (ε)ξορκίζω, απαγγέλλω ξόρκι.
    ψιθυρίζω, μουρ-μουρ ίζω πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > нашептать

  • 50 нести

    несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. неся
    ρ.σ.
    1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•

    -мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.

    || μτφ. επωμίζομαι•

    нести отвтственность φέρω ευθύνη.

    || εκτελώ εκπληρώνω•

    нести службу εκτελώ υπηρεσία•

    нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.

    || μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.
    2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•

    ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.

    3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•

    -ст чесноком μυρίζει σκόρδο•

    от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.

    || φυσώ, πνέω•

    с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•

    -т с окна φυσάει από το παραθύρι.

    || μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.
    4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•

    нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•

    нести потери υφίσταμαι απώλειες•

    нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.

    5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.
    6. επιφέρω•

    нести смерть επιφέρω τον θάνατο.

    7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.
    8. γεννώ (αυγά)•

    курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.

    9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•

    ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.

    εκφρ.
    высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•
    нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες.

    Большой русско-греческий словарь > нести

  • 51 обвеять

    -ею, -ешь
    ρ.σ.μ.
    1. αερίζω• φυσώ. || μτφ. εμπνέω, εμφυσώ.
    2. λιχνίζω.

    Большой русско-греческий словарь > обвеять

  • 52 опахнуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опэ.-хнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. φυσώ, πνέω. || απρόσ. περιβάλλω, περιτυλίγω, σκεπάζω.
    2. (απλ.) αερίζω, φέρνω αέρα με κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > опахнуть

  • 53 отвевать

    ρ.δ.μ. φυσώ, κινώ, παρασύρω φυσώντας.
    παρασύρομαι από τον άνεμο.

    Большой русско-греческий словарь > отвевать

  • 54 отдувать

    ρ.δ.μ. φυσώ, παρασύρω,διώχνω φυσώντας.
    εκφρ.
    отдувать щки – φουσκώνω τα μάγουλα.
    1. εκπνέω, εκφυσώ.
    2. (απλ.) πληρώνω ξένες αμαρτίες• πληρώνω τα σπασμένα• εγώ πληρώνω τη νύφη• στην καμπούρα μου ξεσπάνε.
    3. φουσκώνω, διογκώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отдувать

  • 55 пахнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. пах
    -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. μυρίζω•

    цветок -ет прекрасно το λουλούδι μυρίζει θαυμάσια•

    как нехорошо -ет! (απρόσ.) τι άσχημα που μυρίζει!•

    дурно -ет! (απρόσ.) βρωμάει!

    2. προαισθάνομαι, υποψιάζομαι•

    -ет ссорой μυρίζει καβγάς.

    εκφρ.
    - ет порохом – μυρίζει μπαρούτι (πόλεμος)•
    чтобы духом не пахло – (παλ. κ. απλ.) ξεκουμπίσου απ εδώ, φύγε απ εδώ να ξεβρωμίσει ο τόπος.
    -нет
    ρ.σ.
    φυσώ•

    ветер -ул άνεμος φύσηξε.

    Большой русско-греческий словарь > пахнуть

  • 56 повевать

    -ает ρ.δ.
    φυσώ ελαφρά ή πότε-πότε.

    Большой русско-греческий словарь > повевать

  • 57 поддувать

    ρ.δ.
    βλ. поддуть.
    (απρόσ.) φυσώ ελαφρά•

    от окна -ает από το παραθύρι φυσά λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > поддувать

  • 58 подсказать

    ρ.σ.μ.
    1. λέγω κρυφά, φυσώ,σφυρίζω• μηνύω•

    его друг -ал ему ответ ο φίλος -του του σφύριξε την απάντηση.

    2. μτφ. υπαγορεύω, υποδείχνω.

    Большой русско-греческий словарь > подсказать

  • 59 подувать

    ρ.δ. φυσώ, πνέω λίγο ή κάποτε.

    Большой русско-греческий словарь > подувать

  • 60 понести

    ρ.σ.
    1. μ. βλ. нести (1 σημ.).
    2. μεταφέρω, μετακινώ ταχύτατα, ολοταχώς.
    3. φεύγω με μεγάλη ταχύτητα, καλπάζω.
    4. σηκώνω φέρω• παρασύρω. || τραβώ, σύρω, σέρνω.
    5. φυσώ, μπαίνω (για άνεμο, ψύχος).
    6. υποφέρω, δοκιμάζομαι, υποβάλλομαι σε•

    понести наказание τιμωρούμαι•

    понести поражение νικιέμαι, ηττώμαι•

    они -сли большие потери αυτοί είχαν μεγάλες απώλειες.

    7. αρχίζω να λέγω (ανοησίες, κουταμάρες κ.τ.τ.).
    8. κουβαλώ.
    9. παλ. βλ. забеременеть.
    1. βλ. нестись (1 σημ.).
    2. αναδίδομαι, ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για μυρουδιά)

    Большой русско-греческий словарь > понести

См. также в других словарях:

  • φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …   Dictionary of Greek

  • φυσώ — φυσάω / φυσώ, φύσηξα βλ. πίν. 66 (και ως απρόσ. φυσάει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φυσώ — φύσησα και φύσηξα, φυσήθηκα και φυσήχτηκα, φυσημένος και φυσηγμένος 1. μτβ., εκτοξεύω αέρα σε κάτι με το στόμα ή με τα ρουθούνια ή με φυσερό ή με άλλο μέσο: Φυσώ τη φωτιά. 2. με φύσημα γεμίζω ασκό ή σωλήνα με αέρα: Φυσάει την γκάιντα. 3. με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φυσώ — –οῡς, ἡ, Α [φῡσα] (στον Εμπεδοκλή) προσωποίηση τής αύξησης …   Dictionary of Greek

  • φυσῶ — φῡσῶ , φύω bring forth fut ind act 1st sg (doric) φύζω fut ind act 1st sg (doric) φῡσῶ , φυσάω blow pres imperat mp 2nd sg φῡσῶ , φυσάω blow pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φῡσῶ , φυσάω blow pres ind act 1st sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύσω — φύ̱σω , φύω bring forth aor subj act 1st sg φύ̱σω , φύω bring forth fut ind act 1st sg φύ̱σω , φύω bring forth aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) φύζω aor subj act 1st sg φύζω fut ind act 1st sg φύζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπνέω — και επικ. τ. καταπνείω (Α) 1. εκπνέω πνοή πάνω σε κάποιον ή κάτι, φυσώ κάποιον από πάνω 2. (για ανέμους) α) φυσώ β) επιπνέω, φυσώ πάνω σε κάποιον 3. εμπνέω («θεὸς καταπνεῑσε», Ευρ.) 4. μτφ. επέρχομαι ξαφνικά, επισκήπτω 5. παθ. α) (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… …   Dictionary of Greek

  • ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… …   Dictionary of Greek

  • άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»