-
1 φυσικό
τό1) природа, природное свойство, особенность; характер, нрав, натура;από φυσικού — от природы, по натуре;
2) черта характера;άσχημα φυσικά — недостатки;
3) естественность;4) иск. натура;ζωγραφίζω εκ τού φυσικού — писать с натуры;
5) привычка;6) πλ. естественные науки, физика -
2 φυσικό
[фисико] ουσ ο природа свойство, характер, нрав. -
3 φυσικό
mizaç, tabiat, yaratιlιs -
4 καουτσούκ
το άκλ, каучук;συνθετικό (φυσικό) καουτσούκ — синтетический (натуральный) каучук
-
5 φυσικός
η, ό[ν] 1.1) естественный; природный;φυσικός νόμος — закон природы;
φυσική επιλογή — естественный отбор;
φυσικές επιστήμες — естественные науки;
φυσικός θάνατος — естественная смерть;
φυσικές ανάγκες — естественные потребности;
2) физический;φυσική αγωγή — физическая культура;
3) естественный, закономерный;4) натуральный;σε φυσικό μέγεθος — в натуральную величину;
5) естественный, непринуждённый;2. (ο, η) физик, преподаватель физики -
6 φως
(γεν. φωτός, πλ. φωτά) τό1) свет, освещение, огонь;φυσικό (διάχυτο) φως — естественный (рассеянный) свет;
τεχνητό φως — искусственное освещение;
ηλεκτρικό φως — электрический свет, электрическое освещение;
η δέσμη (ακτίνων) φωτός физ. световой поток; пучок лучей;ανάβω (σβήνω) το φως — зажигать (гасить) свет;
στο δωμάτιο έχει φως — в комнате светло;
στο т της σελήνης при свете луны;με το φως της λάμπας — при свете лампы;
κοιτάζω κάτι στο φως — рассматривать что-л, на свет;
2) (πλ. φώτα) огни;συνθηματικά (или διακριτικά) φώτα сигнальные огни; τα φώτα της πόλης огни города; 3) зрение;χάνω το φως μου — терять зрение;
4) свет, сийние;5) πλ. знания; мудрость; просвещение, духовная культура; η Μόσχα είναι η πόλη των φώτων Москва — город высокой духовной культуры; επικαλού- μαι τα φώτα σας я обращаюсь к вашим знаниям, к вашему опыту; 6) перен. светик (обращение);φως μου! — светик мой!;
7) жив. освещение;§ φως φανάρι — или φως φανερό — яснее ясного, явно, очевидно; — шито белыми нитками;
βλέπω το φως της ημέρας — жить на свете, существовать;
βλέπω το φως της δημοσιότητας — увидеть свет, быть опубликованным;
φέρω εις φως ( — или φέρνω σε φως) — выставлять наружу, обнаруживать; — разоблачать;
έρχομαι εις φως уст. — выйти на свет, наружу, обнаружиться;
(ορκίζομαι) στο φως μου! — чтоб мне ослепнуть!;
χύνω φως πάνω σε κάτι — проливать свет на что-л.;
του άλλαξε τα φωτά он ему так врезал, что у него искры из глаз посыпались -
7 χάρισμα
-
8 μέσο
(πχ. το φυσικό μέσο)el medi
См. также в других словарях:
φυσικό αέριο — Bλ. λ. αέριο φυσικό … Dictionary of Greek
φυσικό — το, Ν βλ. φυσικός … Dictionary of Greek
φυσικό — το ψυχική ιδιότητα ατόμου, ιδιοσυγκρασία, χαρακτήρας, εσωτερικό γνώρισμα, ποιόν, ιδίως ιδιοτροπία, χούι, ελάττωμα: Δεν ξέρω τα φυσικά του. – Άσχημα φυσικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με … Dictionary of Greek
πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… … Dictionary of Greek
αλουμίνα — Φυσικό οξείδιο του αργιλίου (Αl3Ο3). Στον περιστρεφόμενο κλίβανο απανθράκωσης, που λειτουργεί σε θερμοκρασία περίπου 1.200°C, το υδροξείδιο του αργιλίου αφυδατώνεται σε άνυδρη αλουμίνα (φωτ. Montecatini).v * * * η ή οξείδιο τού αλουμινίου, το Χημ … Dictionary of Greek
ευκαλυπτέλαιο — Φυσικό αιθέριο έλαιο. Έχει έντονη αρωματική οσμή και λαμβάνεται από απόσταξη με υδρατμούς των φύλλων διαφόρων ειδών ευκαλύπτου. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στην αρωματοποιία και για εξαγωγή της ευκαλυπτόλης. * * * το αιθέριο έλαιο που… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
σπινθηρισμός — Φυσικό φαινόμενο, κατά το οποίο ένα ιονισμένο σωματίδιο, διασχίζοντας ορισμένες ουσίες, προκαλεί, κατά το μήκος της διαδρομής του, εκπομπή φωτονίων με συχνότητα που περιλαμβάνεται στο φάσμα των φωτεινών ακτινοβολιών. Ο σ., που συνοδεύει τις… … Dictionary of Greek
γενετικός κώδικας — Φυσικό σύστημα κωδικοποίησης των γενετικών πληροφοριών που συναντάται σε όλους τους οργανισμούς ζώων, φυτών, βακτηριδίων και ιών. Ο κώδικας αυτός βρίσκεται στα γονίδια με τη μορφή νουκλεοτιδίων, οι οποίες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα αμινοξέα. Ο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek