Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φυσικό

  • 1 φυσικό

    τό
    1) природа, природное свойство, особенность; характер, нрав, натура;

    από φυσικού — от природы, по натуре;

    2) черта характера;

    άσχημα φυσικά — недостатки;

    3) естественность;
    4) иск. натура;

    ζωγραφίζω εκ τού φυσικού — писать с натуры;

    5) привычка;
    6) πλ. естественные науки, физика

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φυσικό

  • 2 φυσικό

    [фисико] ουσ ο природа свойство, характер, нрав.

    Эллино-русский словарь > φυσικό

  • 3 φυσικό

    mizaç, tabiat, yaratιlιs

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > φυσικό

  • 4 καουτσούκ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καουτσούκ

  • 5 φυσικός

    η, ό[ν] 1.
    1) естественный; природный;

    φυσικός νόμος — закон природы;

    φυσική επιλογή — естественный отбор;

    φυσικές επιστήμες — естественные науки;

    φυσικός θάνατος — естественная смерть;

    φυσικές ανάγκες — естественные потребности;

    2) физический;

    φυσική αγωγή — физическая культура;

    3) естественный, закономерный;
    4) натуральный;

    σε φυσικό μέγεθος — в натуральную величину;

    5) естественный, непринуждённый;
    2. (ο, η) физик, преподаватель физики

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φυσικός

  • 6 φως

    (γεν. φωτός, πλ. φωτά) τό
    1) свет, освещение, огонь;

    φυσικό (διάχυτο) φως — естественный (рассеянный) свет;

    τεχνητό φως — искусственное освещение;

    ηλεκτρικό φως — электрический свет, электрическое освещение;

    η δέσμη (ακτίνων) φωτός физ. световой поток; пучок лучей;

    ανάβω (σβήνω) το φως — зажигать (гасить) свет;

    στο δωμάτιο έχει φως — в комнате светло;

    στο т της σελήνης при свете луны;

    με το φως της λάμπας — при свете лампы;

    κοιτάζω κάτι στο φως — рассматривать что-л, на свет;

    2) (πλ. φώτα) огни;
    συνθηματικά (или διακριτικά) φώτα сигнальные огни; τα φώτα της πόλης огни города; 3) зрение;

    χάνω το φως μου — терять зрение;

    4) свет, сийние;
    5) πλ. знания; мудрость; просвещение, духовная культура; η Μόσχα είναι η πόλη των φώτων Москва — город высокой духовной культуры; επικαλού- μαι τα φώτα σας я обращаюсь к вашим знаниям, к вашему опыту; 6) перен. светик (обращение);

    φως μου! — светик мой!;

    7) жив. освещение;

    § φως φανάρι — или φως φανερό — яснее ясного, явно, очевидно; — шито белыми нитками;

    βλέπω το φως της ημέρας — жить на свете, существовать;

    βλέπω το φως της δημοσιότητας — увидеть свет, быть опубликованным;

    φέρω εις φως ( — или φέρνω σε φως) — выставлять наружу, обнаруживать; — разоблачать;

    έρχομαι εις φως уст. — выйти на свет, наружу, обнаружиться;

    (ορκίζομαι) στο φως μου! — чтоб мне ослепнуть!;

    χύνω φως πάνω σε κάτι — проливать свет на что-л.;

    του άλλαξε τα φωτά он ему так врезал, что у него искры из глаз посыпались

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φως

  • 7 χάρισμα

    το 1.
    1) подарок, дар; 2) дар, дарование, талант;

    φυσικό χάρισμα — природный дар;

    τό χάρισμα τού λόγου — дар слова;

    3) достоинство;
    § χάρισμα σου! на здоровье!; 2. επίρρ. бесплатно, даром, безвозмездно;

    § ξίδι χάρισμα, γλυκό σα μέλι — погов, дарёный уксус слаще мёда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χάρισμα

  • 8 μέσο

    (πχ. το φυσικό μέσο)
    el medi

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > μέσο

См. также в других словарях:

  • φυσικό αέριο — Bλ. λ. αέριο φυσικό …   Dictionary of Greek

  • φυσικό — το, Ν βλ. φυσικός …   Dictionary of Greek

  • φυσικό — το ψυχική ιδιότητα ατόμου, ιδιοσυγκρασία, χαρακτήρας, εσωτερικό γνώρισμα, ποιόν, ιδίως ιδιοτροπία, χούι, ελάττωμα: Δεν ξέρω τα φυσικά του. – Άσχημα φυσικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνα — Φυσικό οξείδιο του αργιλίου (Αl3Ο3). Στον περιστρεφόμενο κλίβανο απανθράκωσης, που λειτουργεί σε θερμοκρασία περίπου 1.200°C, το υδροξείδιο του αργιλίου αφυδατώνεται σε άνυδρη αλουμίνα (φωτ. Montecatini).v * * * η ή οξείδιο τού αλουμινίου, το Χημ …   Dictionary of Greek

  • ευκαλυπτέλαιο — Φυσικό αιθέριο έλαιο. Έχει έντονη αρωματική οσμή και λαμβάνεται από απόσταξη με υδρατμούς των φύλλων διαφόρων ειδών ευκαλύπτου. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στην αρωματοποιία και για εξαγωγή της ευκαλυπτόλης. * * * το αιθέριο έλαιο που… …   Dictionary of Greek

  • περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηρισμός — Φυσικό φαινόμενο, κατά το οποίο ένα ιονισμένο σωματίδιο, διασχίζοντας ορισμένες ουσίες, προκαλεί, κατά το μήκος της διαδρομής του, εκπομπή φωτονίων με συχνότητα που περιλαμβάνεται στο φάσμα των φωτεινών ακτινοβολιών. Ο σ., που συνοδεύει τις… …   Dictionary of Greek

  • γενετικός κώδικας — Φυσικό σύστημα κωδικοποίησης των γενετικών πληροφοριών που συναντάται σε όλους τους οργανισμούς ζώων, φυτών, βακτηριδίων και ιών. Ο κώδικας αυτός βρίσκεται στα γονίδια με τη μορφή νουκλεοτιδίων, οι οποίες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα αμινοξέα. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»