Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

φυσήματα

См. также в других словарях:

  • φυσήματα — φύσημα that which is blown neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσήματ' — φυσήματα , φύσημα that which is blown neut nom/voc/acc pl φυσήματι , φύσημα that which is blown neut dat sg φυσήματε , φύσημα that which is blown neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • CONHA Margaritaria — non unius generis est. Pinnae, pectines et myaces, diversae certe concharum species, in quibus margaritum gigni Veteres prodidêre. Nec hodiernô tempore una concha lapidem hunc generat. Omnium praestantissimae ad gignendas margaritas habentur… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • φύσημα — το, ΝΜΑ [φυσῶ] 1. το να φυσάει κάποιος, να βγάζει ρεύμα αέρα από το στόμα ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό φύσημα τής μύτης» β. «στέρνων δ ἄπο φύσημ ἀνεὶς δύσθνητον», Ευρ.) 2. το ρεύμα, η πνοή τού ανέμου (α. «το φύσημα δυνάμωσε μόλις στρίψαμε» β.… …   Dictionary of Greek

  • εξωκαρδιακός — ή, ό (ιατρ.), που είναι ή γίνεται έξω από την καρδιά (για ήχους): Εξωκαρδιακά φυσήματα των αναιμικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»