Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φυλλ-ίς

См. также в других словарях:

  • Φύλλ' — Φυλλί , Φυλλίς salad fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλλ' — φύλλα , φύλλον leaf neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπερίτης — ὁ, θηλ. ῑτις, Α όμοιος με το πιπέρι ή αναμεμιγμένος με πιπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπερι + κατάλ. ίτη / ῖτις (πρβλ. φυλλ ίτης / φυλλ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • Daktyloepitriten — Mit dem Begriff Daktyloepitriten bezeichnet man eine Bauart antiker Verse der Lieddichtung. Sie wurden ursprünglich als Singverse in der griechischen Chorlyrik verwendet und sind erstmals bei Stesichoros belegt. Die meisten daktylepitritischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • εύλειμος — εὔλειμος, ον (Α) ευλείμων* («σῑγα δ εὔλειμος νάπη φύλλ εἶχε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * λειμος (< λειμών «λιβάδι»), πρβλ. ευρύ λειμος] …   Dictionary of Greek

  • κασαλβάς — κασαλβάς, άδος και κασαυράς, άδος και κασαύρα, ἡ (Α) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. παράγωγη τής λ. κασάς με σχηματισμό κατά τα σε άς, άδος (πρβλ. δρομ άς, φυλλ άς), το πρόσφυμα όμως αλβ / αυρ παραμένει ανερμήνευτο. Παράλληλη… …   Dictionary of Greek

  • κνηκάνθιον — κνηκάνθιον, τὸ (Α) το φυτό κνήκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος* + άνθιον (< ἄνθος), πρβλ. σχοιν άνθιον, φυλλ άνθιον] …   Dictionary of Greek

  • κορφαράκι — κορφαράκι, τὸ (Μ) μικρός κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρφος με σημ. «κόλπος τής θάλασσας» + υποκορ. κατάλ. αράκι (πρβλ. ξυλ αράκι, φυλλ αράκι)] …   Dictionary of Greek

  • λεπυρανθή — τα βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών η οποία περιλαμβάνει τις οικογένειες αγρωστώδη και κυπερίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπυρον + ανθές (< ἄνθος), πρβλ. φυλλ ανθές. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. glumiflorae < glumi… …   Dictionary of Greek

  • λιβυστιάς — λιβυστιάς, άδος, ἡ (Α) είδος βοτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβυστίς + κατάλ. άς, που απαντά σε λ. σχετικές με τη γεωργία και την καλλιέργεια (πρβλ. μυρτ άς, φυλλ άς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»